1319/2014 ΕΙΡ ΘΕΣΣΑΛ 

(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)  Για το χαρακτηρισμό μιας δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατ΄ αρθ. 178 και 179 ΑΚ απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τρία στοιχεία α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ΄ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου από τον αντισυμβαλλόμενο. Η ενάγουσα, πάσχουσα από βαριάς μορφής ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κατόπιν προσκλήσεως των υπαλλήλων της εναγομένης επισκέφθηκε το κέντρο της και σύναψε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αισθητικής που ανέρχονται σε 5.288 €. Κρίση ότι με τις δικαιοπραξίες η εναγόμενη εκμεταλλεύτηκε την κουφότητα και την απειρία της ενάγουσας στις συναλλαγές και πέτυχε χρηματικά οφέλη τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με τις παροχές της. Αναγνώριση της ακυρότητας των συμβάσεων. Υποχρέωση της εναγομένης όπως επιστρέψει το σύνολο των πληρωμών ως στερουμένων νόμιμης αιτίας.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΑΚΤΙΚΗ

Αριθμός 1319/14-02-2014 TO ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Γλυκερία Λαγοπούλου, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και από το Γραμματέα Ευστράτιο Νικολακάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Οκτωβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:

ΕΝΑΓΟΥΣΑ: ………………….. του ……………………..κάτοικος Θεσσαλονίκης, ……………. με την οποία παραστάθηκε η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Πρωτοπαπαδάκη (A.M.: 3180).

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: Η ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………………………..Ε.Π.Ε ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε ………………………..» που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος Σουζάνα Καραγιαννίδου (A.M.: 5559).

Η ΕΝΑΓΟΥΣΑ ζητά να γίνει δεκτή η από 18-6-2013 (αρ. εκθ. κατ. 11632/2013), αγωγή της που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό για όσους λόγους επικαλείται σ` αυτή.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά τη γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστικότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας κρίνεται αντικειμενικώς από το περιεχόμενο της, ενόψει όχι της μεμονωμένης αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά (ΟλΑΠ 981/2006, ΑΠ 30/2010, ΑΠ 1734/2009), με τη βοήθεια των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Ο χαρακτηρισμός της δικαιοπραξίας ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη είναι νομικό ζήτημα, διότι ο νόμος παραπέμπει στα χρηστά ήθη ως σε νομική έννοια (ΑΠ 1618/2009 Δημ. Νόμος). Κατά το επόμενο δε άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του αμέσως προηγούμενου άρθρου, άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη, προκύπτει ότι για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη απαιτείται αφενός μεν η συνομολήγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν κατά το χρόνο της συνομολόγησης τους κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες. Ετσι, για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής-καταπλεονεκτική, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά τρία στοιχεία ήτοι α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ` αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς (ΑΠ 890/2011, ΑΠ 1118/2011, ΑΠ 1394/2009, ΑΠ 1112/2009, ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 1244/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 492/2004 Ελλ.Δνη 47. 452). Απειρία είναι ή έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές (ΑΠ 112/2009 ο.π, ΑΠ 868/2008, ΑΠ 1244/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 50. 841). Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, δηλαδή το θύμα λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη στιγιασία και την αξία που έχουν αυτές, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε αυτή, διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισης της (ΑΠ 868/2008 ο.π, ΑΠ 497/1997 ΕλλΔνη 39. 100, ΑΠ 307/1993 ΕλλΔνη 35. 1295, ΕφΑΘ 7955/-2006 ο.π, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002. 997, ΕφΠατρ 133/2001 ΑχΝομ 2002 3). Εξάλλου εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή (ΑΠ 1019/2007, ΑΠ 1244/2005 ΔημΝόμος), χωρίς να είναι απαραίτητη για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικά επιλήψιμα περιστατικά που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας (ΑΠ 529/2001 ΕλλΔνη 42. 1569, ΑΠ 582/1993 ΕλλΔνη 1994 110.1, ΕφΑΘ 1275/2011 Δημ.Νόμος, ΕφΑΘ 7955/2006 ΕλλΔνη 2009. 841, ΕφΑΘ 304/2002 ΔΕΕ 2002 997). Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ (ΑΠ 1291/2010 Δημ.Νόμος). Αν όμως λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη και η κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλόμενου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ` αυτόν καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (ΑΠ 80/2010, ΑΠ 868/2008 Δημ. Νόμος), χωρίς όμως να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας αυτής λόγω της αντίθεσης της προς τα χρηστά ήθη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ` αυτήν ανήθικο χαρακτήρα (ΑΠ 1272/2004 Δημ.Νόμος ΕφΘες 502/2013).

Η ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή της εκθέτει ότι πάσχει από βαριάς μορφής ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, για την οποία λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και ότι λόγω της πάθησης της αυτής έχει αναγνωριστεί στο πρόσωπο της αναπηρία 67%. Οτι επειδή δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει καμία κοινωνική δεξιότητα και δεν έχει ικανότητα αυτοσυντήρησης, βασίζεται εξ ολοκλήρου στη συνδρομή και φροντίδα της οικογένειας της. Οτι η εναγομένη διατηρεί στη Θεσσαλονίκη κέντρο αισθητικής προσώπου και σώματος με το διακριτικό τίτλο «…..». Oτι κατόπιν προσκλήσεως των υπαλλήλων της εναγομένης επισκέφθηκε το κέντρο της και ότι κατά το χρονικό διάστημα από 13-12-2011 έως 22-1-2013 συνήψε με αυτή συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αισθητικής που ανέρχονται στο ποσό των 5.288 ευρώ. Οτι με τις παραπάνω δικαιοπραξίες η εναγομένη εκμεταλεύτηκε απολύτως την κουφότητα και της απειρία της στις συναλλαγές και πέτυχε για την ίδια χρηματικά οφέλη ύψους 5.288 ευρώ, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με τις παροχές της. Οτι οι παραπάνω δικαιοπραξίες ήταν άκυρες και για το λόγο αυτό κάθε πληρωμή στην οποία προέβη στερείται νόμιμης αιτίας και πρέπει να της επιστραφεί. Ζητεί λοιπόν η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 5.288 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 13-3-2013 (ημερομηνία κοινοποίησης εξωδίκου), άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί στα δικαστικά της έξοδα.

Η αγωγή αυτή αρμοδίως κατά τόπον και καθ` ύλην εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 25 παρ. 2, 9 εδ. α`, 14 παρ. Ια του ΚΠολΔ) και παραδεκτά γίνεται η συζήτηση της εφόσον έχει καταβληθεί το απαιτούμενο με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής τέλος δικαστικού ενσήμου με τα αναλογούντα σ` αυτό ποσοστά υπέρ του ΤΝ και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. Τα προσκομιζόμενα 621971, 621972 και 334838 αγωγόσημα). Οπως έχει η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, περαιτέρω κρίνεται νόμιμη βασιζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 178, 179, 180, 681 επ., 340, 346 του ΑΚ και 907, 908 και 176 επ. ΚΠολΔ. Συνεπώς πρέπει να ερευνηθεί αυτή ως προς την βασιμότητα της από ουσιαστική άποψη.

Η εναγομένη με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, η οποία αναπτύσσεται με τις επί της έδρας κατατεθείσες προτάσεις της, αρνήθηκε την αγωγή για τους λόγους που αναφέρει.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα και την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και από όλη τη διαδικασία αποδεικνύονται κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα εξής: Η ενάγουσα πάσχει από βαριάς μορφής ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, για την οποία από το 2002 λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή με αντικαιαθληπτικά και αντιψυχωτικά φάρμακα, όπως προκύπτει από την από 18-2-2013 γνωμάτευση της ψυχιάτρου ……………………… Εξ αιτίας της πάθησης της αυτής έχει αναγνωριστεί στο πρόσωπο της αναπηρία 67%, όπως προκύπτει από την από 26-4- 2012 γνωμάτευση πιστοποίησης αναπηρίας του ΙΚΑ. Η ενάγουσα λόγω της παραπάνω ασθένειας της δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει καμία κοινωνική δεξιότητα, δεν έχει ικανότητα αυτοσυντήρησης, δεν έχει ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο, ώστε να μπορέσει να καταστεί λειτουργική και παραγωγική και βασίζεται εξ ολοκλήρου στη συνδρομή και φροντίδα της οικογένειας της. Εξ αιτίας της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνει το βάρος της αυξήθηκε σημαντικά. Η εναγομένη διατηρεί στη Θεσσαλονίκη κέντρο αισθητικής προσώπου και σώματος με το διακριτικό τίτλο «…». Η ενάγουσα κατόπιν προσκλήσεως των υπαλλήλων της εναγομένης επισκέφθηκε το κέντρο της τελευταίας και κατά το χρονικό διάστημα από 13-12-2011 έως 22-1- 2013 συνήψε με αυτή τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών αισθητικής που αναφέρονται με λεπτομέρεια στην αγωγή και ανέρχονται στο ποσό των 5.288 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της εναγομένης). Ειδικότερα η εναγομένη θα παρείχε στην ενάγουσα υπηρεσίες αποτρίχωσης, αισθητικής σώματος και αδυνατίσματος με μηχανήματα και υποσχέθηκε απώλεια βάρους. Η εναγομένη όμως παρείχε στην ενάγουσα αφενός μεν ελάχιστες υπηρεσίες από τις συμφωνηθείσες, αφετέρου δε αυτές δεν είχαν το αποτέλεσμα που είχε υποσχεθεί στην ενάγουσα και ειδικότερα ούτε η ριζική αποτρίχωση επήλθε, ούτε είχε την απώλεια των κιλών. Με τις παραπάνω δικαιοπραξίες η εναγομένη εκμεταλλεύτηκε την κουφότητα και της απειρία της ενάγουσας στις συναλλαγές και πέτυχε για την ίδια χρηματικά οφέλη ύψους 5.288 ευρώ, τα οποία βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία με τις παροχές της. Επομένως οι παραπάνω συμβάσεις ήταν άκυρες και για το λόγο αυτό κάθε πληρωμή στην οποία προέβη, στερείται νόμιμης αιτίας και πρέπει να της επιστραφεί. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι μία από τις παραπάνω συμβάσεις ύψους 570 ευρώ καταρτίστηκε μεταξύ της εναγομένης και της μητέρας της ενάγουσας ……………………, εφόσον η τελευταία δεν επισκέφθηκε το κέντρο της εναγομένης. Συνεπώς η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ` ουσία και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 5.288 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 14-3-2013 (επομένη εξωδίκου οχλήσεως) μέχρι την εξόφληση. Οσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλουν την προσωρινή εκτελεστότητα, γι` αυτό το περί τούτου αίτημα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό για το ποσό των 2.500 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας βαρύνουν την εναγομένη που χάνει τη δίκη (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των πέντε χιλιάδων διακοσίων ογδόντα οκτώ (5.288) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 14-3-2013 μέχρι την εξόφληση.

Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία ορίζει σε διακόσια ογδόντα (280) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 14 Φεβρουαρίου 2014, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ                                                                                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ