ΚΙΝΗΣΗ  «ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΡΑΞΗΣ

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» 

ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

1η προσέγγιση

 Γενική εικόνα. Ορθές επιμέρους αλλαγές. Εσφαλμένη φιλοσοφία για τις κύριες αλλαγές. Η κατάργηση της προφορικής συζήτησης και της εξέτασης των μαρτύρων στο ακροατήριο και η εξάρτιση της δικαστικής κρίσης από τις ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν πλήγμα στο νομικό πολιτισμό. Η έλλειψη αιτιολογικής έκθεσης σε συνδυασμό με τον ελάχιστο χρόνο διαβούλευσης δημιουργούν τη βάσιμη αίσθηση ότι το Υπουργείο δεν επιθυμεί τον ουσιαστικό διάλογο με το νομικό κόσμο παρόλο που προτείνονται ριζικές αλλαγές του συστήματος απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης και είναι αυτονόητο ότι χρειάζεται χρόνος για να μελετηθούν επαρκώς.  Αν δε ο λόγος για τις προτεινόμενες αλλαγές είναι ότι στην Αθήνα δικάζονται στο πολυμελές δύο δίκες σε κάθε δικάσιμο, η λύση δεν είναι η ανατροπή των ρυθμίσεων που ισχύουν σήμερα για την ενώπιον του δικαστηρίου αυτού διαδικασία, καθώς αυτές δεν αποτελούν την αιτία για την  κατάσταση. Αντίθετα είναι  πετυχημένες  αφού στη Θεσσαλονίκη και στις πόλεις της επαρχίας το πινάκιο εξαντλείται κανονικά και το μόνο που χρειάζεται είναι η αυστηρή επιτήρηση της επαγγελματικής συμπεριφοράς των δικαστών των τριμελών συνθέσεων από τον κο επιθεωρητή, η οποία σήμερα δεν υπάρχει. [Αυτό επιτυγχάνεται: α) μέσω της επισκόπησης των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών, από τα οποία διακρίνεται εύκολα αν δικαιολογείται ή όχι η χρονική έκταση της δίκης από οποιονδήποτε έχει δεί προηγουμένως την αγωγή και τις προτάσεις των διαδίκων  και β) μέσω του πειθαρχικού ελέγχου των προέδρων οι οποίοι συμμετέχουν σε συνθέσεις που από τα στατιστικά διαπιστώνεται ότι δικάζουν συνεχώς λίγες υποθέσεις].

_________________________________________________________

    Ειδικότερα επί των άρθρων

Αρ. 14

Ορθή η μείωση της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Το Ειρηνοδικείο με τα υπερχρεωμένα έχει μεγάλο φόρτο και η υλική αρμοδιότητα του Μονομελούς στις 250.000 € ήταν υπερβολική.

Aρ. 18

Ορθή η υπαγωγή στο Πολυμελές των Εφέσεων κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων. Η επιβάρυνση του Δικαστηρίου δεν θα είναι σημαντική, καθώς πάλι η υπόθεση θα ανατίθεται σε εισηγητή, o οποίος ωστόσο θα βρίσκεται υπό την εποπτεία έμπειρου προέδρου. Το ακολουθούμενο μέχρι  σήμερα σύστημα  έχει το σοβαρό μειονέκτημα ότι συνήθως ελέγχει την απόφαση του ειρηνοδίκη, νέος πρωτοδίκης με  πολύ ολιγότερη επαγγελματική πείρα.

Αρ. 19

Εν μέρει ορθή  η κατάργηση των Μονομελών Εφετείων, καθώς το έμπειρο μάτι του προέδρου στην τριμελή σύνθεση είναι απαραίτητο ώστε να ελαχιστοποιούνται τα λάθη νομικά και ουσιαστικά.  Έτσι δεν επιβαρύνεται ο Άρειος Πάγος. Ωστόσο πρέπει να διατηρηθούν στις ειδικές διαδικασίες όπου τα πράγματα είναι απλούστερα.   

          Αρ. 79

Δεν είναι κατανοητός ο λόγος που προτείνεται να μην αναφέρεται ότι η κύρια παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί «σε κάθε στάση της δίκης» .

          Αρ. 94

Ορθή η υποχρεωτικότητα πρόσληψης δικηγόρου. Οι υποθέσεις με μικρό αντικείμενο δεν είναι λιγότερο περίπλοκες από τις άλλες και δεν πρέπει ο ειρηνοδίκης να  «παλεύει»  μόνος του. Ίσως η μη υποχρεωτικότητα να πρέπει να διατηρηθεί  ειδικά στις μικροδιαφορές.

          Αρ. 115

Ορθή η υποχρεωτικότητα κατάθεσης των προτάσεων. Λάθος  η κατάργηση της προφορικότητας της συζήτησης. Η προφορική συζήτηση με την εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο είναι η πεμπτουσία της δίκης.

          Αρ. 116 

Ορθή η  2η παράγραφος που προτείνεται να προστεθεί στο άρθρο αν και περιλαμβάνει αυτονόητη υποχρέωση του δικαστηρίου των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

          Αρ. 116 Α

Λάθος η διατύπωση προτάσεων συμβιβασμού από το Δικαστήριο. Εκφεύγει της αρμοδιότητάς του που είναι η έκδοση δικαιοδοτικής κρίσης και όχι η παροχή νομικών συμβουλών. [Αυτή είναι δουλειά των δικηγόρων.] Με την πρόταση συμβιβασμού το δικαστήριο θα παίρνει αναγκαστικά θέση στην αντιδικία κι επιπλέον θα δημιουργείται η αίσθηση στους διαδίκους ότι η  άρνηση της πρότασης θα έχει επίπτωση στην απόφαση του δικαστηρίου. Συνεπώς πολλές φορές ο μετά από  πρόταση του δικαστηρίου παραγόμενος συμβιβασμός θα έχει το στοιχείο του εξαναγκασμού.

          Αρ. 119

Ορθότατα προτείνεται τα δικόγραφα να φέρουν την ηλεκτρονική διεύθυνση των πληρεξουσίων δικηγόρων, ώστε να μπορεί να υπάρχει ευχερώς επικοινωνία του δικαστηρίου μαζί τους  για όλα τα θέματα.

          Αρ. 128

Λάθος η προτεινόμενη απάλειψη από τη διάταξη ότι ο παραλήπτης των επιδιδόμενων εγγράφων πρέπει να είναι υποχρεωτικά ενήλικος. Δεν είναι αντιληπτό τι εξυπηρετεί η αλλαγή και είναι προφανές ότι δεν μπορεί ο δικαστικός επιμελητής να κάνει τις επιδόσεις των εγγράφων, από τη γνώση των οποίων κρίνονται τα προσωπικά και περιουσιακά συμφέροντα των διαδίκων, σε μικρά παιδιά.

          Αρ. 148

Ορθή η αναδιατύπωση του αρ. 148 περί παράτασης των διαδικαστικών  προθεσμιών με τη σύμφωνη γνώμη του δικαστή. Ορθή και η εισαγωγή της 2η παραγράφου που εξαιρεί από τη συμφωνία παράτασης τα ένδικα μέσα.

          Αρ. 208,  209 και 210

Ορθή η κατάργηση του πρώτου και οι τροποποιήσεις στο δεύτερο . Απλοποιούν  τη διαδικασία και την περιορίζουν την απόπειρα συμβιβασμού του Ειρηνοδίκη στις ενώπιον του Ειρηνοδικείου υποθέσεις.

          Αρ. 214

Ορθή η πρόταση για άμεση επίδοση της αγωγής. Πρέπει όμως η προθεσμία να είναι δύο (2) μήνες, καθώς σε περίπτωση που η αγωγή ασκείται στο όριο της παραγραφής να υπάρχει ο χρόνος να εξευρεθεί ο εναγόμενος. Στην προτεινόμενη διατύπωση πρέπει να προστεθεί « η αγωγή με την κάτω από αυτήν πράξη προσδιορισμού δικασίμου και την κλίση για συζήτηση, που περιλαμβάνει και αναφορά της τελευταίας ημέρας της κατάθεσης των προτάσεων, επιδίδεται στον εναγόμενο …» .

Η κατάργηση του εξαρχής προσδιορισμού της συζήτησης και η μετάθεσή του 115 μέρες μετά είναι σοβαρό λάθος καθώς είναιαυτονόητο ότι θα πάει «πίσω» τους προσδιορισμούς για ίσο χρονικό διάστημα.             

Αρ. 223

Ορθή  η πρόταση για τον με δήλωση στα πρακτικά περιορισμό του αιτήματος κ.λ.π.

Αρ. 232

Ορθή η επαναδιατύπωση της διάταξης. Είναι εξαιρετικά χρήσιμο να παραγγέλνει ο δικαστής τόσο την αυτοπρόσωπη παρουσία των διαδίκων, όσο και την προσκόμιση εγγράφων που βρίσκονται  στα χέρια τρίτου. Ωστόσο ελάχιστη η χρηματική ποινή που προβλέπεται σε περίπτωση απείθειας. Από 300 € καθώς πρόκειται για απείθεια έως 10.000 €, ανάλογα με την πιθανολογούμενη βαρύτητα του αποδεικτικού μέσου και το αντικείμενο της δίκης.

                                                 Αρ. 237

                                                  —- Α —-

Η προτεινόμενη διάταξη δεν εξυπηρετεί  ούτε την επιτάχυνση ούτε και την ποιότητα. Θεωρεί επαρκές το να στηρίζεται η δικαστική κρίση στις ένορκες βεβαιώσεις κι αυτό είναι καίριο και αυτονόητο λάθος το οποίο θα οδηγήσει σε πλήρη  ανυποληψία το σύστημα της πολιτικής  δίκης. Ειδικότερα  :

Ορθή η προκατάθεση. Ωστόσο,  λάθος η υποβολή των προτάσεων «μέσα σε εκατό ημέρες». Είναι αδύνατο πρακτικά να τηρούνται οι φάκελοι ανοικτοί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα καθώς αφενός δεν υπάρχει λόγος και αφετέρου δεν υπάρχει χώρος  για να τοποθετηθούν στις γραμματείες.

Περαιτέρω είναι εντελώς λάθος :  —– α) ότι εντός 30 ημερών συζήτηση στο ακροατήριο εκτός  «αν ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων καλυφθεί» οπότε ο ορισμός δικαστή και χρόνου συζήτησης της υπόθεσης γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο και ότι κατά την δικάσιμο που ορίζεται δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, —– β) ότι εξέταση μαρτύρων γίνεται, αν κρίνεται απολύτως αναγκαία μεταξύ εκείνων που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, σε επαναληπτική συζήτηση εντός του ιδίου δικαστικού έτους, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο,  —– γ) ότι στην  περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο ο χρόνος της εξέτασης των μαρτύρων οριστεί στο επόμενο δικαστικό έτος και δεν είναι δυνατή η εξέταση ενώπιον του ιδίου δικαστή γίνεται νέα χρέωση σε άλλον δικαστή.  Ειδικότερα :

1ον] Η διάταξη ωθεί τους δικαστές, που είναι πολύ φορτωμένοι, να μην εξετάζουν καθόλου μάρτυρες και να βασίζουν την κρίση τους, όπου δεν επαρκούν  τα έγγραφα, (δηλαδή στις πλείστες των περιπτώσεων), στις ένορκες βεβαιώσεις, – που καθίστανται εμμέσως υποχρεωτικές – οι οποίες ως γνωστόν γράφονται στα δικηγορικά γραφεία με «στρογγυλεμένο» περιεχόμενο,  ώστε να βολεύει τον διάδικο που κλητεύει αυτόν που τις δίδει. Αυτό είναι απαράδεκτο καθώς βρίσκεται εκτός νομικού πολιτισμού και αν περάσει θα χαθεί κάθε αξιοπιστία στο σύστημα.  Περαιτέρω, αφού οι αποφάσεις θα στηρίζονται στις ένορκες βεβαιώσεις, επόμενο είναι να αυξηθούν κατακόρυφα οι ποινικές δικογραφίες για ψευδορκίες των ενόρκως βεβαιωσάντων. Αν βλέπει λοιπόν κανείς το σύστημα συνολικά, δεν υπάρχει ούτε το στοιχείο της ελάφρυνσης του φόρτου των δικαστηρίων που προφανώς θα επικαλούνται οι συντάκτες της πρότασης.  

2ον] Η επίκληση των αποδεικτικών μέσων και άρα και του εμμάρτυρου μέσου απόδειξης αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα των διαδίκων, όταν δεν επαρκούν τα έγγραφα, και όχι επιλογή του δικαστή και ως εκ τούτου η διάταξη έχει και συνταγματικό πρόβλημα, αφού επιτρέπει την μη ακρόαση των μαρτύρων με απόφαση του δικαστή, κατά παράβαση της αρχής ότι μόνον οι διάδικοι με δικονομική συμφωνία τους μπορούν να περιορίσουν τα αποδεικτικά μέσα. Η έννοια της δίκης, άλλωστε είναι συνυφασμένη με την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο και «συζήτηση» χωρίς αυτήν δεν υπάρχει.  Καταντά απλή διοικητική διεκπεραίωση.

3ον] Οι γραμματείες προσδιορίζουν σήμερα ακριβώς με βάση τον αριθμό που επιβάλλεται από τον κανονισμό των δικαστηρίων στις δικασίμους που όλοι ξέρουμε, δηλαδή πάρα πολύ αργότερα από τις 100 ημέρες. [Σήμερα η τακτική μονομελούς ορίζεται στη Θεσσαλονίκη για τον Νοέμβριο  του  2014 και η του πολυμελούς τον Ιανουάριο Φεβρουάριο του 2015 ].  Αφού λοιπόν ο φόρτος είναι συγκεκριμένος τι είναι αυτό που κάνει τους συντάκτες του νομοσχεδίου να πιστεύουν ότι αν γίνεται κατάθεση των  προτάσεων εντός 100 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, (δηλαδή τρεισήμισι περίπου μήνες μετά),  θα είναι δυνατός ο προσδιορισμός της συζήτησης τριάντα (30) μέρες μετά τη λήξη  της δεκαπενθήμερης προθεσμίας των αντικρούσεων; Έχουμε τη γνώμη  ότι πρόκειται για καθαρή ευχή και όχι για απορρέουσα από τα πράγματα δυνατότητα και  αν κρίνει κανείς από την  «ουρά» της διάταξης που περιλαμβάνει εξαίρεση, αυτό αποτελεί συνείδηση και των συντακτών του νομοσχεδίου.  Αλλά ακόμα και αν είναι δυνατός ο σύντομος προσδιορισμός είναι ανεξήγητος ο λόγος για τον οποίο πιστεύουν οι συντάκτες ότι μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη μέσω των ενόρκων  βεβαιώσεων και όχι με την εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο.

4ον ] Η διάταξη είναι διατυπωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε η υπόθεση για την οποία κρίνεται αναγκαία η εξέταση των μαρτύρων να καθυστερεί υπερβολικά, καθώς προβλέπεται αόριστα η δυνατότητα εξέτασής τους και εντός του επομένου δικαστικού έτους και αν αυτό είναι αδύνατο για οποιοδήποτε λόγο, η υπόθεση επαναχρεώνεται και αρχίζουμε από την αρχή. Περίπου δηλαδή «τιμωρούνται» οι διάδικοι στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η εξέταση μαρτύρων για την έκδοση απόφασης και επιπλέον είναι δυνατόν να υποστούν και την περίπτωση της «πάσας» από τον ένα δικαστή στον άλλον, όπως εύστοχα σημείωσε στη διαβούλευση υπουργείου Δικαιοσύνης σχολιαστής που ανέφερε ότι είναι Πρωτοδίκης. Έτσι όμως καθίσταται άνευ αντικειμένου η  «επιτάχυνση» που σίγουρα περιλαμβάνεται μεταξύ των λόγων  εκπόνησης του νομοσχεδίου.

5ον ] Στις παραπάνω αστοχίες πρέπει να προστεθεί  και η αδικαιολόγητη  κατάργηση του αρ. 269 Κ.Πολ.Δ. που έδιδε τη δυνατότητα της εισαγωγής στη δίκη οψιγενών, της κατάθεσης των προτάσεων, ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, που προέκυψαν μέχρι τη συζήτηση. Το αποτέλεσμα της κατάργησης θα είναι εσφαλμένες αποφάσεις αναντίστοιχες με την πραγματικότητα, καθώς δεν θα λαμβάνονται υπόψιν ισχυρισμοί και αποδείξεις που ενδεχομένως θα προκύπτουν στο μεγάλο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβεί μεταξύ του κλεισίματος του φακέλου και της τυπικής συζήτηση της υπόθεσης, καθώς και της επαναληπτικής συζήτησης που θα οριστεί στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι  είναι αναγκαία η εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο.

                                            —- Β —-                                                                                          Η ορθή διαδικασία

ΑΡΧΕΣ : Προδικαστικός έλεγχος με επαύξηση της προθεσμίας προκατάθεσης των προτάσεων και την υποχρεωτική διατύπωση γνώμης από το δικαστή, προφορικά στην έδρα, για την πλήρωση ή όχι των διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης. [Αυτό επιτυγχάνεται με την τροποποίηση του αρ. 236 Κ.Πολ.Δ. ]. Στην περίπτωση αρνητικής γνώμης συντρέχει σπουδαίος λόγος για την αναβολή της υπόθεσης σύμφωνα με το αρ. 241 Κ.Πολ.Δ. ώστε να συμπληρωθούν  τα ελλείποντα.  Έτσι δεν θα αναγκάζονται να περιμένουν οι διάδικοι τη διαπίστωση των ελλείψεων με απόφαση που θα εκδίδεται οκτώ και δέκα μήνες μετά και να ξαναρχίζουν από την αρχή. Το μέτρο θα προστατεύσει τους δικηγόρους που χρεώνονται ως επαγγελματική αστοχία την έλλειψη των διαδικαστικών προϋποθέσεων και θα ωφελήσει προφανώς και τη διαδικασία και τους διαδίκους, στους οποίους πρέπει πάντοτε να έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας όταν επιχειρούμε αλλαγές, καθώς αυτοί είναι που δαπανούν και ταλαιπωρούνται.   Ειδικότερα:

___ α] Η επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου εντός δύο (2) μηνών  από την κατάθεσή του όπως προτείνεται. Οι προτάσεις μαζί με τα αποδεικτικά έγγραφα  κατατίθενται στην τακτική διαδικασία σε όλα τα δικαστήρια από την 55η ημέρα έως την 50η ημέρα πριν τη συζήτηση. Η μη κατάθεση προτάσεων ισοδυναμεί με ερημοδικία (όπως ισχύει και σήμερα) και αποκλείεται η χορήγηση αναβολής αν δεν έχουν κατατεθεί προτάσεις. [Αυτά είναι επιβεβλημένα καθώς δεν μπορεί να καταστεί με άλλο τρόπο δυνατός ο προδικαστικός έλεγχος εκ μέρους του δικαστηρίου που πρέπει να αποφανθεί όχι μόνον για το παραδεκτό και το ορισμένο της αγωγής αλλά και των ενστάσεων και των ισχυρισμών του εναγόμενου. Εφόσον δε η επίδοση έχει γίνει αμέσως μετά την κατάθεση της αγωγής η μη κατάθεση προτάσεων είναι αδικαιολόγητη].

Η τελευταία ημέρα προκατάθεσης προσδιορίζεται μέσω προγράμματος Η/Υ και αναγράφεται στην έκθεση της γραμματείας που συνάπτεται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ώστε να μη γίνεται ποτέ λάθος. Επίσης τίθεται στην προμετωπίδα του δικογράφου με ευδιάκριτη σφραγίδα, από τη γραμματεία, ότι επί μη εμπρόθεσμης κατάθεσης προτάσεων  από τον εναγόμενο η αγωγή γίνεται δεκτή και αν παράληψη αφορά τον ενάγοντα η αγωγή απορρίπτεται.

___ β] Η πρώτη προσθήκη – αντίκρουση κατατίθεται εντός των επόμενων 20 ημερών  ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος αντίκρουσης, και όχι ελάχιστος  όπως συμβαίνει σήμερα. Έτσι κλείνει ο φάκελος και περιέρχεται στα χέρια του δικαστή αρκετό χρόνο προ της συζήτησης, (ένα μήνα πριν),  ώστε να μπορεί να κάνει τον προγραμματισμό του, ενόψει και των λοιπών επαγγελματικών του υποχρεώσεων, και να είναι σε θέση μελετήσει επαρκώς την υπόθεση και να ελέγξει αν πληρούνται ή όχι  οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης.

___γ]  Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και πριν την εξέταση ενδεχόμενου αιτήματος αναβολής, το δικαστήριοέχει υποχρέωση να εκφράσει γνώμη για το παραδεκτό και το ορισμένο  τόσο της αγωγής όσο και των ενστάσεων και των απαντητικών αυτοτελών ισχυρισμών του αντιδίκου, για την αρμοδιότητά του καθώς και για την πλήρωση των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, (νόμω βάσιμο, επίδοση επί ερημοδικίας, πιστοποιητικά κ.λ.π), η οποία  καταχωρείται στα πρακτικά και να ζητήσει διασαφήσεις και συμπληρώσεις  από τους διαδίκους, όπως ισχύει και σήμερα σύμφωνα με το αρ. 236 και 270 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. τα οποία υποχρεώνουν το δικαστή να φροντίζει για τη διασάφηση των ισχυρισμών  των διαδίκων  Ειδικά επί αοριστίας της αγωγής ή των ενστάσεων ή των αυτοτελών ισχυρισμών των διαδίκων, το δικαστήριο υποχρεούται να αναφέρει ειδικά τα σημεία της αοριστίας.

___δ] Σε περίπτωση μη πλήρωσης των προϋποθέσεων η υπόθεση μπορεί, μετά από αίτημα των διαδίκων, να αναβληθεί προκειμένου να συζητηθεί μετά από τρείς μήνες, ώστε να συμπληρωθούν οι ελλείψεις και, επί αοριστίας, η συμπλήρωση γίνεται το αργότερο εντός 30 ημερών από τη συζήτηση, με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο. [Εννοείται ότι το συμπληρωματικό δικόγραφο περιορίζεται αποκλειστικά και μόνον στην συμπλήρωση των ελλείψεων και δεν μπορούν με αυτό να προστεθούν νέοι ισχυρισμοί, ούτε μπορούν να προστεθούν νέα αποδεικτικά μέσα]. Αν δε το δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη αοριστίας μεταγενέστερα,                   (πράγμα που θα είναι σπάνιο στην πράξη), θα εκδίδει μη οριστική απόφαση όπου θα αναφέρει αιτιολογημένα τα σημεία της αοριστίας, ώστε να συμπληρωθούν με δικόγραφο εντός μηνός και να ακολουθήσει η προαναφερθείσα διαδικασία.

     Σε περίπτωση πλήρωσης των διαδικαστικών προϋποθέσεων το δικαστήριο προχωρά είτε αμέσως είτε μετά από αναβολή[1]στη συζήτηση της υπόθεσης κι εξετάζει τους μάρτυρες που προτείνουν οι διάδικοι.  Και στην περίπτωση αυτή η μετ’ αναβολή  δικάσιμος ορίζεται μετά από τρείς μήνες. Και στις δύο περιπτώσεις την υπόθεση δικάζει στην μετ’ αναβολή δικάσιμο ο ίδιος δικαστής ή το ίδιο δικαστήριο.

___ε] Μέχρι το πέρας της συζήτησης το Δικαστήριο, λόγω του  ότι έχει μελετήσει επαρκώς το φάκελο κι έχει συμπληρώσει τις πληροφορίες του από την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη ή την προσκόμιση κατά την κρίση του ή μετά από αίτημα διαδίκου, οποιουδήποτε εγγράφου, με προφορική διάταξή του  που καταχωρείται στα πρακτικά. Αργότερα τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα μπορεί  διαταχθούν μόνον με τους όρους του αρ.  254 Κ.Πολ.Δ.

___στ] Η δεύτερη προσθήκη – αντίκρουση  περιορίζεται στο σχολιασμό των αναφερόμενων στην πρώτη προσθήκη – αντίκρουση καθώς και των μαρτυρικών καταθέσεων και υποβάλλεται εντός δέκα πέντε (15) ημερών  από την συζήτηση.

          ___________________________________________

 

Αρ. 238

Λάθος η κατάργηση του άρθρου, που είναι παρεπόμενη της εισαγωγής του νέου αρ, 237.

          Αρ.  251

Το άρθρο καταργείται εντελώς διότι με το σχέδιο εισάγεται ολική απαγόρευση της χωρίς δικηγόρο παράστασης του διαδίκου στο ακροατήριο με το νέο άρθρο 94 παρ. 1. Η εν λόγω απαγόρευση δεν είναι συμβατή με την πραγματικότητα καθώς στην ουσία της στερεί τη δικαστική προστασία σε υποθέσεις μικρού αντικειμένου. Θα πρέπει να παραμείνει η διάταξη με τη μορφή που είχε μέχρι σήμερα. Επίσης θα πρέπει να διατηρηθεί  το επιτρεπτό της παράστασης χωρίς δικηγόρο στο Ειρηνοδικείο  στις υποθέσεις με αντικείμενο μέχρι 5.000 € με τροποποίηση του αρ. 94, λόγω  και της προτεινόμενης  μείωσης της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου  στο ποσό των 15.000 € η οποία είναι ορθή, όπως προαναφέρθηκε,  λόγω του φόρτου που έχει σωρευτεί σε αυτά.

Αρ. 254

 Η αρχή είναι ότι η διενέργεια αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης πρέπει να διατάσσεται μέχρι την λήξη της συζήτησης στο ακροατήριο, καθώς, λόγω της προκατάθεσης των προτάσεων και των αποδεικτικών μέσων, το δικαστήριο είναι σε θέση να διαπιστώσει την αναγκαιότητα  αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης, εκ των προτέρων και δεν χρειάζεται να το πράξει με απόφασή του που εκδίδεται οκτώ (8) και πλέον  μήνες μετά, διότι αυτό είναι αδικαιολόγητο. Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν είναι απόλυτα αναγκαίο μπορεί να διαταχθεί επαναληπτική συζήτηση με ειδικά αιτιολογημένη διάταξη ( και όχι απόφαση)  του δικαστηρίου.

          Αρ. 260

Ορθή η παρ. 3 της διάταξης που θεωρεί την αγωγή μη ασκηθείσα κι  επιβάλλει τη  διαγραφή της αν ματαιώθηκε η συζήτησή της και δεν ζητήθηκε νέος προσδιορισμός  πλην όμως πρέπει να επιμηκυνθεί  η προθεσμία από  60 ημέρες σε έξι(6) μήνες ώστε να υπάρχει αναλογία με την διάταξη του άρθρου 263 ΑΚ.

          Αρ. 269  – 2

Εντελώς εσφαλμένη η κατάργηση του άρθρου που ρυθμίζει τα μέσα επίθεσης και άμυνας για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.

          Αρ. 270         

Εντελώς εσφαλμένη η κατάργηση  της προφορικής συζήτησης και της προαπόδειξης που επιβάλλει το άρθρο αυτό για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.

          Αρ. 393

Λάθος το επιτρεπτό της απόδειξης με μάρτυρες συμβάσεων ή συλλογικών πράξεων όταν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει τις 30.000 €. Το ποσό είναι πολύ μεγάλο πρέπει να περιοριστεί στις 15.000 €. Ορθότατη η δυνατότητα εξέτασης των μαρτύρων με τηλεδιάσκεψη .

          Αρ. 396

Η επαναφορά του 396 με το συγκεκριμένο περιεχόμενο είναι εσφαλμένη καθώς τα προτεινόμενα άρθρα 237 και 238 στα οποία αναφέρεται  δεν πρέπει να υιοθετηθούν για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.

Αρ. 421 επόμενα, για τις ένορκες βεβαιώσεις.

Οι προτεινόμενες διατάξεις δεν επαρκούν για να καταστήσουν τις ένορκες βεβαιώσεις αξιόπιστο αποδεικτικό μέσο ώστε να μπορεί να στηριχθεί σε αυτό αποκλειστικά η δικαστική κρίση. Η προτεινόμενη αλλαγή για πέντε (5) ένορκες βεβαιώσεις για κάθε διάδικο θα αναγκάσει τους δικηγόρους να ασχολούνται και να δαπανούν  το δυναμικό τους στη «συγγραφή» ενόρκων βεβαιώσεων και θα δημιουργήσει αδιαχώρητο στα  ήδη βεβαρημένα  αρμόδια γραφεία των Ειρηνοδικείων, στα οποία θα προσφεύγουν οι πολίτες λόγω της ανυπαρξίας κόστους.

          Αρ. 498  για τον προσδιορισμό της έφεσης

Το άρθρο δεν είναι στα προτεινόμενα να αλλαχθούν. Ωστόσο χρήζει αλλαγής. Την επιμέλεια για τον προσδιορισμό πρέπει να την έχει ο εκκαλών ο οποίος πρέπει να υποχρεούται να προβεί σε αυτόν επί ποινή απαραδέκτου της έφεσής του εντός 30 ημερών από την άσκησή της. Δεν είναι λογικό να επισπεύδει ο εφεσίβλητος τη συζήτηση της Έφεσης που ασκήθηκε σε βάρος του και να δαπανά χρόνο και χρήματα για τον προσδιορισμό και την επίδοση.

Αρ. 518

Ορθός ο περιορισμός της προθεσμίας άσκησης έφεσης αν δεν επιδόθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου.  Ωστόσο τα προτεινόμενα  δύο (2)  χρόνια είναι μεγάλο χρονικό διάστημα για να παρατείνεται η  εκκρεμότητα.  Ένα (1) έτος.

 

Αρ. 527  Νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί

Η 3η παράγραφος πρέπει να μείνει ως έχει ήτοι  « 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως».  Και τούτο διότι η κατάργηση του αρ. 269 που αναφέρεται στο παραδεκτό των οψιγενών  ισχυρισμών στην ενώπιον του πρωτοβαθμίου δίκη είναι, όπως προαναφέρθηκε, άστοχη

          Αρ. 560 

Ορθή η προσθήκη των παραγράφων 5 και 6 οι οποίες περιλαμβάνουν πρόσθετους λόγους αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των πρωτοδικείων που εκδίδονται κατ’ έφεση επί αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Η διεύρυνση του αναιρετικού ελέγχου  είναι επιβεβλημένη καθώς τα Ειρηνοδικεία πολλές φορές ασχολούνται με πολύ σημαντικές υποθέσεις π.χ. νομή ακινήτων  μεγάλης αξίας.   

 

          Αρ. 564

 Ορθός ο περιορισμός της προθεσμίας άσκησης αίτησης αναίρεσης αν δεν επιδόθηκε η απόφαση που μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ωστόσο τα προτεινόμενα  δύο (2)  χρόνια είναι μεγάλο χρονικό διάστημα για να παρατείνεται η  εκκρεμότητα.  Ένα (1) έτος.

          Αρ. 565

Ορθή η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης στις  διαφορές των αρ. 592 παρ. 1 και 2 .

          Αρ. 568

Η 1η παράγραφος του άρθρου δεν είναι στις προτεινόμενες να αλλαχθούν. Ωστόσο χρήζει αλλαγής. Την επιμέλεια για τον προσδιορισμό της αίτησης αναίρεσης πρέπει να την έχει ο αναιρεσείων.  Αυτός πρέπει να υποχρεούται να προβεί σε αυτόν, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησης αναίρεσής του, εντός 30 ημερών από την άσκησή της. Δεν είναι λογικό να επισπεύδει ο αναιρεσίβλητος τη συζήτηση της αίτησης  αναίρεσης που ασκήθηκε σε βάρος του και να δαπανά χρόνο και χρήματα για τον προσδιορισμό και την επίδοση.

          Αρ.  568 – 571

Σοβαρό λάθος η κατάργηση  της εισηγητικής έκθεσης με την οποία έχει θεσπιστεί ένα είδος προδικαστικού ελέγχου των αναιρετικών ισχυρισμών. Αυτή οριοθετεί στην πράξη την, ενώπιον του Αρείου Πάγου, δίκη και αποτελεί εγγύηση για τους διαδίκους ότι μελετήθηκε επαρκώς η αίτηση αναίρεσης. Ο δικηγόρος  μπορεί με την αγόρευσή του και το υπόμνημά του να διαπιστώσει λάθη στην εισήγηση, αν υπάρχουν, και να βοηθήσει το Δικαστήριο.

Περαιτέρω, πρέπει για να βελτιωθεί το σύστημα, να αποτελεί προϋπόθεση για την παράδοση εισήγησης από τον εισηγητή η κατάθεσή του αποδεικτικού επίδοσης της αίτησης αναίρεσης στην αρμόδια γραμματεία του Α.Π. το αργότερο είκοσι (20) ημέρες πριν την δικάσιμο, όσο και η προβλεπόμενη προθεσμία για την κατάθεση προτάσεων. Έτσι θα παύσει το φαινόμενο ο εισηγητής να φέρνει  εισήγηση, η σύνταξη της οποίας σε πολλές περιπτώσεις είναι επίπονη, αλλά, επειδή το πόρισμά της δεν αρέσει στον αναιρεσείοντα που δεν έχει επιδώσει την αίτηση, η υπόθεση να ματαιώνεται και να πηγαίνει «στράφι» η δουλειά του δικαστή.

          Αρ. 574

 Το άρθρο επηρεάζεται λόγω  της προτεινόμενης κατάργησης  της εισηγητικής έκθεσης . Πρέπει να παραμείνει ως έχει.

          Αρ. 585

Ορθή η αλλαγή. 

Άρθρα 591 έως 622 Ειδικές διαδικασίες

Ορθά  τα προτεινόμενα καθώς συμπτύσσουν τις ειδικές διαδικασίες.   Ορθότερο είναι να υπάρχει μια διαδικασία για όλες τις υποθέσεις καθώς πλέον δεν υπάρχει επαρκής δικαιολογητικός λόγος που να διακρίνει τις τακτικές από την ειδική διαδικασία.

 Αρ. 623

Ορθή η συμπλήρωση της τελευταίας παραγράφου.

Αρ. 624

Ορθά το άρθρο επιτρέπει πλέον την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά προσώπου που διαμένει στο εξωτερικό και περιορίζει την απαγόρευση μόνον στους αγνώστου διαμονής.

 Αρ. 626

Ορθά  καταργείται η προφορική αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής.

 Αρ. 627 – 636

Ορθά τα προτεινόμενα.

          Αρ. 682 – 703  ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Ορθά γενικά τα προτεινόμενα. Λάθος η προτεινόμενη προθεσμία έκδοσης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων εντός 48 ωρών και όχι περισσότερο από ένα μήνα, του αρ. 691, καθώς και η πρόταση για συνοπτική αιτιολογία κάτωθι της αιτήσεως.  Η προθεσμία είναι μικρή και θα γίνονται λάθη η δε αιτιολογίες θα καταλήξουν τυπικές. Η λήψη ή όχι  ασφαλιστικών μέτρων  είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για τους διαδίκους και είναι προτιμότερο να υπάρχουν μεγαλύτερες προθεσμίες έκδοσης της απόφασης, ώστε να δίδεται η ευκαιρία στους δικαστές να μελετούν τις υποθέσεις και να περιλαμβάνουν επαρκείς αιτιολογίες. Από αυτές  και μόνον προκύπτει αν ο δικαστής μελέτησε πράγματι την υπόθεση. Επίσης η μαγνητοφώνηση της διαδικασίας σε περίπτωση μη συμπράξεως γραμματέα πρέπει να καταστεί δικαίωμα του διαδίκου καθώς με τα ασφαλιστικά μέτρα ανοίγουν  συνήθως όλες οι σοβαρές πολιτικές υποθέσεις και οι μάρτυρες που κλητεύονται στα ακροατήρια των ασφαλιστικών μέτρων έχουν τη δυνατότητα να «τα αλλάζουν» εξεταζόμενοι  για τα ίδια αντικείμενα απόδειξης ως μάρτυρες στην κύρια διαδικασία .

 

Με την ευκαιρία της τροποποίησης του ΚΠολΔ πρέπει να γίνουν και οι ακόλουθες  ποιοτικές αλλαγές στο σύστημα :

1. Πραγματική αιτιολογία στις αποφάσεις. Η αλλαγή του τρόπου αιτιολόγησης των ουσιαστικών κυρίως κρίσεων στις δικαστικές αποφάσεις αποτελεί κύριο παράγοντα ποιοτικής αλλαγής στη Δικαιοσύνη. Πρέπει να εξηγείται με απλά λόγια στους διαδίκους το «γιατί» της παραδοχής ή της απόρριψης, στους ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης ισχυρισμούς τους. Συγκεκριμένα, αν ο Δικαστής στηρίζει την κρίση του επί των ισχυρισμών αυτών σε αποδεικτικά μέσα που δεν παράγουν πλήρη απόδειξη, υποκείμενα στη  ελεύθερη εκτίμησή του, έχει υποχρέωση να αναφέρει τον ειδικό λόγο που πείστηκε εξ’ αυτών. Η ποιότητα αυτού του ειδικού λόγου συνιστά το κύριο κριτήριο αξιοπιστίας της δικαστικής κρίσης.

2. Υποχρεωτική η αναφορά της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου στην απόφαση. Έτσι το βάρος τηρήσεώς της θα  το έχει ο διάδικος.

3. Όποιος ασκεί ένδικο μέσο πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να προσδιορίσει και τη συζήτηση εντός μηνός από την άσκησή του και να προβεί στην επίδοση εντός του επομένου μηνός.  Έτσι αφενός δεν δαπανά ο εφεσίβλητος ή ο αναιρεσίβλητος για τον προσδιορισμό και τις επιδόσεις, όπως συμβαίνει σήμερα και αφετέρου παύει η εκκρεμότητα.

4. Σε περίπτωση νίκης του ενάγοντα το δικαστικό ένσημο επιστρέφεται από το Δημόσιο στο οποίο καταβλήθηκε.  Και όχι μέσω των δικαστικών εξόδων που επιδικάζονται. Έτσι παύει η αδικία σε βάρος των εναγόντων που μολονότι κέρδισαν τη δίκη είναι αδύνατο, για οποιοδήποτε λόγο να εισπράξουν την απαίτησή τους  μέσω της  διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, πράγμα που είναι συνηθέστατο στην τρέχουσα περίοδο της οικονομικής κρίσης.                            Το Δημόσιο έχει τα μέσα για να εισπράξει από τον ηττηθέντα διάδικο το  ποσό του δικαστικού ενσήμου και αν δεν μπορεί ας μην εισπράξει. Γιατί πρέπει να πληρώσει αυτός που προσέφυγε δικαιολογημένα στη δικαιοσύνη. Περαιτέρω, είναι αυτονόητο, ότι το δικαστικό ένσημο στις αναγνωριστικές αγωγές είναι απαράδεκτο μέτρο διότι κωλύει την ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών στα Δικαστήρια, εξαρτώντας την από την  οικονομική τους κατάσταση. Ο δε διπλασιασμός του την περίοδο της οικονομικής κρίσης είναι εκτός νομικού πολιτισμού.

5. Η ανταγωγή του άρθρου 268 ασκείται αποκλειστικά με ξεχωριστό δικόγραφο και όχι με τις προτάσεις. Αυτό επιδίδεται τουλάχιστον δύο (2) μήνες  πριν την ημέρα προκατάθεσης των προτάσεων, ώστε να μην αιφνιδιάζεται ο αντεναγόμενος και στις ειδικές διαδικασίες ένα μήνα πριν τη συζήτηση.  Στο σχέδιο του νέου κώδικα με το οποίο προτείνεται η κατάργηση της δια των προτάσεων άσκησή της, είναι στην ορθή κατεύθυνση.

6. Η αντέφεση  στις ειδικές διαδικασίες ασκείται αποκλειστικά με ξεχωριστό δικόγραφο που επιδίδεται 30 ημέρες πρίν και όχι με τις προτάσεις.

7. Υποχρεωτική η προδιάσκεψη στα πολυμελή πρωτοδικεία. Αυτό συμβαίνει σήμερα ατύπως στα δικαστήρια της Θεσσαλονίκης και είναι ορθό να επεκταθεί και στην Αθήνα που δεν εφαρμόζεται. Έτσι επιτυγχάνεται η ενημέρωση όλης της σύνθεσης από τον εισηγητή και λύνονται γρήγορα όλα τα προδικαστικά ζητήματα με τη συμβολή του προέδρου που είναι έμπειρος δικαστής.

        ___________________________________________________

                                                            Οι δικηγόροι

Αντώνης Μπιλίσης, Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη,

Ηλίας Σαρακενίδης, Κωνσταντίνος Μπλατσούκας

Σταύρος Καραμπάσογλου και Mαργαρίτα Γκαϊτατζή

 

 

[1] Που δεν μπορεί  να δοθεί για λόγους που  αφορούν την μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων.