Το ΣτΕ έκρινε ότι οι ανήλικοι κληρονόμοι δύνανται να αποποιηθούν την κληρονομία μέσα στο έτος που ακολουθεί από την ενηλικίωση τους, δηλαδή μέσα στο έτος στο οποίο οφείλουν να συντάξουν την κατ’ άρθρο 1912 ΑΚ απογραφή με το σκεπτικό ότι εφόσον ο ενηλικιούμενος κληρονόμος δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα της απογραφής αν συντάξει απογραφή μέσα στο έτος που ακολουθεί την ενηλικίωση του, δικαιούται, πολλώ μάλλον, εντός της αυτής ετήσιας προθεσμίας, να αποποιηθεί την κληρονομία . Ίδια απόφαση είχε εκδώσει και παλαιότερα το ίδιο τμήμα του ΣτΕ ερχόμενο σε αντίθεση με τη θεωρία αλλά και την πάγια νομολογία των Δικαστηρίων που δέχονται ότι η 4μηνη προθεσμία αποποίησης ισχύει και κατά ανικάνων, όπως οι ανήλικοι, αναστέλλεται εφ’ όσον -εντός αυτής- υποβληθεί αίτηση παροχής αδείας αποποιήσεως από τους γονείς του ανηλίκου στο Ειρηνοδικείο και συνεχίζει να «τρέχει» μετά την έκδοση της σχετικής οριστικής απόφασης .
Δείτε το κείμενο της απόφασης (Α δημοσίευση ΝΟΜΟΣ)
Αριθμός 1884/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2014, με την εξής σύνθεση: Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Β. Ραφτοπούλου, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Στ. Λαμπροπούλου, Ελ. Μελισσαρίδης, Πάρεδροι. -Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 20 Νοεμβρίου 2008 αίτηση:
του ......................................., κατοίκου Ν. Ιωνίας Αττικής (...................), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Καρακώστα (Α.Μ. 8817), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομίας, ο οποίος παρέστη με τον Θεόδωρο Ράπτη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 11931/2007 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Στ. Λαμπροπούλου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθ. 858429, 858430/2008 ειδικά έντυπα παραβόλου) ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως 11931/2007 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατά της αποφάσεως 2272/2001 του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, εξαφανίσθηκε αυτή, και τελικώς απερρίφθη η, γενομένη δεκτή πρωτοδίκως, ανακοπή του αναιρεσείοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 2270/6.12.2000 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως ακινήτου, ιδιοκτησίας του τελευταίου, επιβληθείσας για χρέη του προς το Ελληνικό Δημόσιο, ως κληρονόμου του αρχικού οφειλέτη, συνολικού ύψους 165.234.403 δραχμών.
2. Επειδή, στο άρθρο 73 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/1974, Α’ 90) ορίζονται τα εξής: «1. …2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται … δια τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) … ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεος, στ) …». Περαιτέρω, στο άρθρο 3 περ. α’ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α’ 97) ορίζεται ότι: «Κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, επιτρέπεται: α) με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 5, να κριθούν παρεμπιπτόντως ζητήματα της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, αν από τα ζητήματα αυτά εξαρτάται η επίλυση της ένδικης διαφοράς…», ενώ, σύμφωνα με το άρθρ. 217 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, και, ιδίως, κατά: α) …β) της κατασχετήριας έκθεσης».
3. Επειδή, εξάλλου, στον Αστικό Κώδικα ορίζονται τα εξής: Αρθρο 1847 «Ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της…», Αρθρο 1850 «… Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή», Αρθρο 1527 «Η κληρονομιά που επάγεται σε ανήλικο τέκνο θεωρείται ότι γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, και το τέκνο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1912, δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό..» Αρθρο 1902 «Οσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής. Η δήλωση γίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας. Η δήλωση αποδοχής θεωρείται ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι πρόσωπο για το οποίο η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής», Αρθρο 1903 «Ο κληρονόμος με απογραφή οφείλει να τελειώσει την απογραφή της κληρονομικής περιουσίας μέσα σε τέσσερις μήνες αφότου γίνει η δήλωση του προηγούμενου άρθρου». Αρθρο 1912 «Σε περίπτωση προσώπων ανικάνων ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία, για τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από το ευεργέτημα επειδή δεν συντάχθηκε απογραφή επέρχεται αν μέσα σ’ ένα χρόνο, αφότου τα πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν απογραφή». Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες, σε περίπτωση μη συντάξεως απογραφής από τους έχοντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου κληρονόμου, το σχετικό δικαίωμα περιέρχεται στον ενηλικιούμενο κληρονόμο, ο οποίος οφείλει, με την απειλή εκπτώσεως από το ευεργέτημα, να συντάξει την απογραφή εντός έτους από την ενηλικίωσή του. Εφόσον, επομένως, στην περίπτωση αυτή ο ενηλικιούμενος κληρονόμος δεν εκπίπτει από το ευεργέτημα της απογραφής, δικαιούται, πολλώ μάλλον, εντός της αυτής ετήσιας προθεσμίας, να αποποιηθεί την κληρονομία (ΣτΕ 371/2014, 2862/2013).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την προσβαλλομένη απόφαση, στις 20.6.1994 απεβίωσε στην Αθήνα ο παππούς του αναιρεσείοντος, κατάχρεως. Στις 13.10.1994, η μητέρα του αναιρεσείοντος, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αποποιήθηκε την κληρονομία του αποβιώσαντος. Ακολούθως, ο αναιρεσείων, ο οποίος γεννήθηκε στις 28.12.1978, εντός τετραμήνου από την ενηλικίωσή του και συγκεκριμένα στις 22.4.1997, προέβη σε αποποίηση της εν λόγω κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την υπ΄αριθμ. 2270/6.12.2000 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης κατασχέθηκε το ½ εξ αδιαιρέτου διαμερίσματος μιας εν μέρει διώροφης και εν μέρει μονώροφης οικοδομής, μετά του αναλογούντος σε αυτήν οικοπέδου, που κείται στον Δήμο Νέας Ιωνίας, η οποία είχε περιέλθει στον αναιρεσείοντα από κληρονομία, για την ικανοποίηση χρηματικής απαίτησης, ποσού 165.234.403 δραχμών, η οποία καταλογίσθηκε εις βάρος του αναιρεσείοντος ως κληρονόμου της περιουσίας του παππού του. Η απαίτηση για την οποία επεβλήθη η κατάσχεση προερχόταν από πρόστιμα Κ.Φ.Σ., πρόστιμο του άρθρου 48 του ν. 1642/1986, πρόστιμα Κ.Β.Σ., φόρο εισοδήματος, πρόστιμο του άρθρου 67 του ν.δ/τος 3323/1955 καθώς και από έξοδα διοικητικής εκτελέσεως. Κατά της προαναφερόμενης εκθέσεως ο αναιρεσείων άσκησε ανακοπή, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι μη νόμιμα εκδόθηκε η προσβαλλομένη έκθεση εφόσον μετά την, κατά τους ισχυρισμούς του, εμπρόθεσμη αποποίηση της κληρονομίας, δεν είχε την ιδιότητα του κληρονόμου του παππού του. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή η ανακοπή και ακυρώθηκε η ένδικη κατάσχεση, με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων εμπροθέσμως αποποιήθηκε την κληρονομία, εντός της τετραμήνου προθεσμίας από την ενηλικίωσή του, με την από 22.4.1997 δήλωση αποποίησεώς του ενώπιον του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση το Ελληνικό Δημόσιο. Το δικάσαν Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση 11931/2007 δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων κατά τη διάρκεια της ανηλικότητάς του κατέστη κληρονόμος επ’ ωφελεία απογραφής, εφόσον μέχρι τις 13.2.1995, δηλαδή μέσα στην προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία αποποίησης της κληρονομίας από τη μητέρα του, οι νόμιμοι εκπρόσωποί του δεν προέβησαν σε αποποίηση της κληρονομίας. Στη συνέχεια, το δικάσαν Εφετείο δέχθηκε ότι από το δικαίωμα του κληρονόμου επ’ ωφελεία απογραφής ο αναιρεσείων εξέπεσε εφόσον δεν συνέταξε απογραφή εντός ενός έτους από την ενηλικίωσή του, με αποτέλεσμα να καταστεί κληρονόμος τόσο για το ενεργητικό όσο και για το παθητικό της κληρονομίας, ενώ η δήλωση αποποίησης της κληρονομίας, στην οποία αυτός προέβη μετά την ενηλικίωσή του, δεν είχε καμία έννομη συνέπεια. Ενόψει αυτών, το δικάσαν εφετείο δέχθηκε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση. Ακολούθως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας την ανακοπή, δέχθηκε ότι με τις προαναφερόμενες ταμειακές βεβαιώσεις νομίμως βεβαιώθηκαν αφενός εις βάρος του αποβιώσαντος τα οφειλόμενα ποσά, χωρίς να απαιτείται νέα βεβαίωση στο όνομα των κληρονόμων του, αρκεί δε ότι υπήρξε επιμερισμός τους κατά το μέρος της κληρονομικής μερίδας, αφετέρου ότι νομίμως βεβαιώθηκαν στο όνομα του αναιρεσείοντος και του αδελφού του τα χρέη που προέκυψαν μετά την έκδοση των απορριπτικών αποφάσεων του Διοικητικού Πρωτοδικείου επί των προσφυγών που είχε ασκήσει ο αποβιώσας κατά των οικείων καταλογιστικών πράξεων. Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι μόνο ο αποβιώσας ενομιμοποιείτο (κατ’ άρθρο 74 Κ.Φ.Δ.) είτε στην άσκηση αιτήσεων αναστολής κατά το ποσοστό του προβεβαιουμένου ποσοστού φόρου ή προστίμου είτε στην άσκηση προσφυγών κατά των οικείων καταλογιστικών πράξεων, οι οποίες οριστικοποιήθηκαν μετά την έκδοση των σχετικών απορριπτικών αποφάσεων, απορρίπτοντας τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον αναιρεσείοντα με το δικόγραφο της ανακοπής. Με τις σκέψεις αυτές, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, και στη συνέχεια δίκασε και απέρριψε την ανακοπή.
5. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στη σκέψη 3, εφόσον, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είχε χωρήσει εκ μέρους του αναιρεσείοντος, όταν αυτός ενηλικιώθηκε, αποποίηση της κληρονομίας του παππού του, εντός, πάντως, της ετήσιας προθεσμίας που τάσσεται από το άρθρο 1912 Α.Κ. για τη διενέργεια της απογραφής, ο αναιρεσείων δεν είχε πλέον ούτε δικαιώματα ούτε υποχρεώσεις από την εν λόγω κληρονομία, και επομένως μη νομίμως, χωρίς προηγουμένως να έχει ανατραπεί ή να έχει αμφισβητηθεί από το Δημόσιο το γεγονός της ως άνω αποποιήσεως, επιβλήθηκε κατάσχεση εις βάρος του, ως μη κατά το νόμο υπόχρεου. Για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, καθισταμένης αλυσιτελούς της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως.
6. Επειδή, μετά την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 11931/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το Συμβούλιο της Επικρατείας κρίνει ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος, προχωρεί δε στην εκδίκαση της από 5.4.2002 εφέσεως του ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου και απορρίπτει αυτήν δεδομένου ότι ορθώς, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, το πρωτοδίκως δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε την από 3.1.2001 ανακοπή και ακύρωσε, δυνάμει του αρθρ. 73 παρ. 2 εδ. ε΄ του ν.δ. 356/74, την υπ΄ αριθμ. 2270/6.12.2000 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ως εκδοθείσας κατά προσώπου μη κατά νόμον υποχρέου, σύμφωνα με τα ανωτέρω.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση αναιρέσεως.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 11931/2007 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το αιτιολογικό.
Κρατεί την υπόθεση, δικάζει και απορρίπτει την από 5.4.2002 έφεση του αναιρεσιβλήτου.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου της αιτήσεως αναιρέσεως και
Επιβάλλει εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ, ενώ απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη για την κατ’ έφεση δίκη.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 2014
Ο Πρόεδρος του Στ` Τμήματος Η Γραμματέας του Στ` Τμήματος
Αθ. Ράντος Ελ. Γκίκα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Μαΐου 2015.
Ο Πρόεδρος του Στ` Τμήματος Ο Γραμματέας Αθ. Ράντος Δ. Λαγός
Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη-Δικηγόρος