Η νομοθεσία για τη δικαστική ρύθμιση των χρεών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και την προστασία της κύριας κατοικίας τους (νόμος Κατσέλη) πέρα από τις πολλές εξειδικευμένες διατάξεις , προβλέπει ρητά και για τις συνέπειες και τη θέση όσων εγγυήθηκαν σε δάνεια με πρωτοφειλέτες πρόσωπα που υποβάλουν αίτηση υπαγωγής στο ν.3869/2010.
Το άρθρο 12 του νόμου ρητά ορίζει ότι τυχόν υπαγωγή του πρωτοφειλέτη στις ευεργετικές διατάξεις του νόμου δεν συνεπάγεται αντίστοιχα οφέλη για τον εγγυητή με αποτέλεσμα ο τελευταίος να συνεχίζει να οφείλει το αρχικό ποσό του δανείου , από την πληρωμή του οποίου ο εγγυητής δεν αποκτά δικαίωμα αναγωγής. Παρέχεται ωστόσο στον εγγυητή η δυνατότητα να υποβάλει και ο ίδιος ατομικά αίτηση περί υπαγωγής του στο νόμο 3869/2010, εφ’ όσον βέβαια πληρούνται στο πρόσωπο του οι απαιτούμενες γενικές προϋποθέσεις υπαγωγής.
Αυτή η κατ’ εξαίρεση διάταξη διαφέρει ουσιωδώς από το κλασσικό δικαίωμα του εγγυητή ,κατά τον Αστικό Κώδικα, να αποπληρώσει το δανειστή και να στραφεί εναντίον του πρωτοφειλέτη αναγωγικά για την διεκδίκηση των καταβληθέντων. Η λογική της ρύθμισης βασίζεται στη διάθεση του νομοθέτη να δοθεί μια πραγματική ευκαιρία στον οφειλέτη να ρυθμίσει τις οφειλές του , γεγονός που θα οδηγούνταν σε αποτυχία ,αν μετά την δικαστική ρύθμιση των χρεών ,ο ίδιος ο οφειλέτης θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τον εγγυητή που θα ζητούσε ,αναγωγικά αυτή τη φορά , την πληρωμή όσων οφειλών διαγράφηκαν δικαστικά.
Τη σοβαρή αυτή παράλειψη του δικαιώματος αναγωγής επιθυμεί να ισορροπήσει ο νόμος παρέχοντας την παραπάνω δυνατότητα αυτοτελούς υπαγωγής του εγγυητή στην ίδια διαδικασία. Η δυνατότητα αυτή πράγματι έχει ενδιαφέρον , πλην όμως υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που οι εγγυητές είτε δε μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (π.χ είναι έμποροι) είτε δε θέλουν να υπαχθούν γιατί ,πέραν της εγγυήσεως, δεν έχουν άλλες οφειλές. Κι ακόμα χειρότερα, υπάρχουν περιπτώσεις που οι εγγυητές διαθέτουν σημαντική περιουσία (άλλωστε αυτός θα ήταν και ο λόγος που επιλέχθηκαν ως εγγυητές) οπότε τυχόν υπαγωγή τους στο νόμο θα τους στερούσε σοβαρά περιουσιακά στοιχεία.
Και ναι μεν ο εγγυητής ,υπογράφοντας με την ιδιότητα αυτή , ανέλαβε την ευθύνη αποπληρωμής του δανείου ,η ευθύνη όμως αυτή ουσιαστικά θα ενεργοποιούνταν μόνο σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης θα αποδεικνύονταν αφερέγγυος .Αυτή η συνθήκη είναι εντελώς διαφορετική από το ενδεχόμενο να ρυθμίσει τα χρέη του ο πρωτοφειλέτης δικαστικά, να διασώσει την κύρια κατοικία του και απαλλαγεί των λοιπών. Και τούτο διότι κανείς εγγυητής όταν παρείχε την εγγύηση δεν θα μπορούσε καν να διανοηθεί ότι αναλάμβανε κίνδυνο να βρεθεί σε πολύ χειρότερη θέση από τον ίδιο τον δανειζόμενο ο οποίος τελικά καρπώθηκε και το δάνειο.
Συνεπώς, ο κάθε οφειλέτης που επιθυμεί να υποβάλει αίτηση υπαγωγής του στο ν. 3869/2010 , οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του τη δυσμενή θέση στην οποία θα περιέλθει ο εγγυητής , ένας οικείος του άνθρωπος , ως συνέπεια της δικής του προσπάθειας διάσωσης της κατοικίας του. Όσοι ,δε, έχουν συμβληθεί ως εγγυητές σε δάνεια συγγενών και φίλων που επέλεξαν την υπαγωγή τους στο ν. 3869/2010 θα πρέπει να αναζητήσουν τρόπους πιθανής αντιμετώπισης της ,κατά την άποψη μου, καταχρηστικής αυτής δυνατότητας των πρωτοφειλετών .
Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη-Δικηγόρος