Αριθμός 7024/2014

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Ειρηνοδίκη Ευδοκία Σελησίου, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου και από τη Γραμματέα Χριστίνα Μαραγκάκη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 17η Μαρτίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των διαδίκων:

ΑΙΤΟΥΣΑΣ:    …………….. του ……………..κατοίκου Θεσσαλονίκης (οδός ……………………….), η οποία παραστάθηκε μαζί με την πληρεξούσια δικηγόρο της Θεοδώρα Θεοδώρου (Α.Μ: 6874).

ΤΗΣ ΜΕΤΕΧΟΥΣΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΡΙΑΣ, η οποία κατέστη διάδικος μετά τη νόμιμη κλήτευσή της (άρθρα 5 Ν.3869/2010 και 748 παρ.2 ΚΠολΔ) και παρίσταται ως εξής: Της …………………………………………. με την επωνυμία ……………………………… όπως μετονομάστηκε η τράπεζα με την επωνυμία …………………………….., καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………………………..η οποία δεν εμφανίστηκε, ενώ στη θέση της εμφανίστηκε ως ειδική διάδοχος η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………………, που εδρεύει στην ……(οδός ……………..) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελένης Νιαουνάκη (A.Μ: 1435), ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΕ ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ.

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή, η από 19-3-2012 και με αριθμ. έκθ. κατάθ. 5687/11-4-2012 αίτησή της που απευθύνεται προς το Δικαστήριο αυτό, για όσους λόγους επικαλείται σ’ αυτή.Κατά την εκφώνηση των υποθέσεων από το σχετικό πινάκιο στη σειρά τους και κατά τη συζήτησή τους στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από την με αριθμ. 1613Γ’/ 24.4.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Αστέριου Γεωργούδα που προσκομίζει και επικαλείται η αιτούσα, επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης αίτησης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα (άρθρ.122, 126 παρ.1δ’,129 παρ.1 ΚΠολΔικ) και εμπρόθεσμα (άρθρ. 5 παρ.1 του Ν.3869/2010), στην καθ’ ης πιστώτρια. Η τελευταία όμως δεν παραστάθηκε κατά την ως άνω δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικαστεί ερήμην, ωστόσο η συζήτηση της υπόθεσης θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 754 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αίτησή της, η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς την αναφερόμενη σ’ αυτή(αίτηση) πιστώτριά της, ζητεί, όπως σαφώς συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αίτησης, τη ρύθμιση αυτών, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει, με σκοπό την κατά ένα μέρος απαλλαγή της από αυτά.Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση, αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας διαδικασίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 Ν. 3869/2010). Για το παραδεκτό της α) τηρήθηκε το στάδιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού που προβλεπόταν από την παρ.2 του άρθρου 4 του Ν.3869/2010 που εξακολουθεί να ισχύει όμως για τις εκκρεμούσες αιτήσεις (άρθρ. 19 παρ. 3 Ν. 4161/2013), με τη διαμεσολάβηση προσώπων απ’ αυτά που έχουν τη σχετική εξουσία από το νόμο (βλ. άρθρο 2 Ν. 3869/2010), ο οποίος απέτυχε, (βλ. την από 30-3-2012 βεβαίωση αποτυχίας της διαμεσολαβήτριας δικηγόρου Θεσσαλονίκης Θεοδώρας Θεοδώρου) β) κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της απούσας για τη ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 (βλ. σχετικές βεβαιώσεις του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, καθώς και της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου). Παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση μετά: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της μετέχουσας πιστώτριας με την επίδοση σε αυτήν αντιγράφου της αίτησης με την πράξη ορισμού δικασίμου (άρθρ. 5 παρ. 1 Ν. 3869/2010 όπως τροπ. με άρθρο 85 Ν. 3996/2011), β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του άρθρου 4 παρ. 2 και 4 Ν.3869/2010 (βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κλπ.), γ) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού. Η αίτηση είναι ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα κατά νόμο (άρθ. 4 παρ. 1 Ν.3869/2010) στοιχεία, ήτοι:   1) μόνιμη αδυναμία πληρωμής τωνληξιπρόθεσμων οφειλών της αιτούσας-φυσικού προσώπου, 2) κατάσταση της περιουσίας της και των εισοδημάτων της, 3) κατάσταση των πιστωτριών της και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 3) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών της, και 4) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή τους (Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη, Αρμεν. 64-Ανάτυπο, σελ. 1477), απορριπτομένων των σχετικών αναφορικά με θέματα πέραν των ως άνω απαιτουμένων για το ορισμένο της αιτήσεως ισχυρισμών της πιστώτριας περί αοριστίας της (αιτήσεως), τα οποία αφορούν την αποδεικτική διαδικασία. Περαιτέρω, η αίτηση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4, 5, 8, 9 και 11 του Ν. 3869/2010, όπως ισχύει σήμερα μετά την τελευταία τροποποίησή του με το νόμο 4161/2013. Εφόσον δε, δεν επιτεύχθηκε δικαστικός συμβιβασμός μεταξύ της απούσας και της πιστώτριάς της, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……………………………..», που εδρεύει στην ….. (οδός ………………..και εκπροσωπείται νόμιμα, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της Ελένης Νιαουνάκη (Α.Μ: 1435), που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, δικαιολογώντας το έννομο συμφέρον της, δήλωσε ότι παρεμβαίνει κυρίως στην δίκη, ως ειδική διάδοχος, της …………………………………………. με την επωνυμία «……………………………», όπως μετονομάστηκε η τράπεζα με την επωνυμία «…………………………….. καθολικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία«………………………………..»Α.Ε». Η εν λόγω παρέμβαση ασκήθηκε παραδεκτά, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 54 παρ. 1 εδ. β’ του ΠτΚ, που πρέπει να εφαρμοσθεί κατ’ άρθρ. 15 του Ν. 3869/2010 (βλ. Αθ. Κρητικός, Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, δεύτερη έκδ. (2012), σελ. 83-86, αριθ. 7-11, ΕιρΑΘ 48/2011, ΕιρΑΘ 68/2011), κατά παράκαμψη της αντίστοιχης διατάξεως του άρθρου 752 παρ.1 ΚΠολΔ. (Π. Αρβανιτάκης, Η Εκούσια Δικαιοδοσία ως διαδικαστικό πλαίσιο του Ν.3869/2010 για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), είναι νόμιμη, και πρέπει συνεκδικαζόμενη με την αίτηση, να ερευνηθεί κατ’ ουσία.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της απούσας, στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου (η μετέχουσα στη δίκη πιστώτρια δεν πρότεινε και δεν εξέτασε μάρτυρα), η οποία εκτιμάται καθ’ εαυτή, αλλά και σε συνδυασμό προς τις λοιπές αποδείξεις, από τα έγγραφα που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προκειμένου να χρησιμεύσουν προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ.336 παρ. 3 και 395 του ΚΠολΔ.), από τις ομολογίες των διαδίκων που προκύπτουν από τους ισχυρισμούς (άρθρ.261, 352, 339 του ΚΠολΔικ), και από τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία λαμβάνει αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο υπόψιν και χωρίς απόδειξη, (άρθρ.336 παρ.1 και 4 του ΚΠολΔικ) αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η αιτούσα…………….., είναι 60 ετών, είναι διαζευγμένη κι έχει δύο ενήλικα τέκνα, μη προστατευόμενα μέλη. Εργαζόταν επί σειρά ετών ως καθαρίστρια, έως ότου το έτος 2010 υπέβαλλε τα απαιτούμενα δικαιολογητικά προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, κι έτσι, σήμερα, είναι συνταξιούχος του Ι.Κ.Α, από το οποίο λαμβάνει μειωμένη σύνταξη γήρατος, ύψους μηνιαίως 420,49 ευρώ, που αποτελεί και το μοναδικό της εισόδημα επί του παρόντος, καθώς έχει προσδοκία συνταξιοδότησης από τη Γερμανία όπου είχε εργαστεί επί πενταετία, πλην όμως τη σύνταξη που δικαιούται, ύψους 198,10 ευρώ, πρόκειται να τη λάβει μετά την 17-5-2020. Οι οικογενειακές της δαπάνες, ανέρχονται σ’ αυτές που απαιτούνται για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ιδίας. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, η αιτούσα είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, τα οποία είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένα, κι ο εκτοκισμός τους συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθ. 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010), για τα οποία υφίστανται οφειλές και συγκεκριμένα οι εξής: α) από στεγαστικό δάνειο, το οποίο έχει ήδη καταγγελθεί, η αιτούσα οφείλει στην καθ’ ης πιστώτρια, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα την 10-3-2014, το ποσό των 67.929,86 ευρώ, και β) από επισκευαστικό δάνειο το οποίο έχει ήδη καταγγελθεί, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, την 10-3- 2014, το ποσό των 38.375,11 ευρώ. Οι απαιτήσεις της άνω τράπεζας από τα δάνεια αυτά είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια και συγκεκριμένα με προσημείωση στην κύρια κατοικία της απούσας, για την οποία θα γίνει λόγος εκτενώς κατωτέρω, πλην όμως δεν προσκομίστηκαν στοιχεία για το επιτόκιο ενήμερης οφειλής ώστε να υπολογιστεί η τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης, αφού μέχρι τότε συνεχίζουν να εκτοκίζονται (άρθ. 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010). Επομένως, η αιτούσα οφείλει συνολικά στην πιστώτριά της, το ποσό των 106.304,97 ευρώ.

Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Οι οφειλές της απούσας στην πιστώτριά της, όπως κατά τα ως άνω έχουν πλέον διαμορφωθεί, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, σύμφωνα με την από 16-11-2011 αναλυτική κατάσταση που της είχε χορηγηθεί από την καθ’ ης, ήταν:        α) υπόλοιπο από στεγαστικό δάνειο εμπραγμάτως ασφαλισμένο, ύψους μαζί με τους τόκους 72.733,14 ευρώ, β) υπόλοιπο από επισκευαστικό δάνειο εμπραγμάτως ασφαλισμένο, ύψους μαζί με τους τόκους 34.100,64 ευρώ, και γ) υπόλοιπο από τη χρήση μιας πιστωτικής κάρτας, μαζί με τους τόκους και τα έξοδα, ύψους 4.128,09 ευρώ. Ήτοι η συνολική οφειλή της στην πιστώτριά, ανέρχονταν στα 110.961,87 ευρώ. Η ειδική διάδοχος της καθ’ ης, όπως δήλωσε και δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο ακροατήριο, δεν διατηρεί πλέον απαίτηση από την πιστωτική κάρτα, καθώς όπως προκύπτει και από την από 1-10-2012 εξώδικη δήλωση συμψηφισμού – γνωστοποίηση που επιδόθηκε στην αιτούσα, δυνάμει ρητού όρου της σύμβασης της πιστωτικής κάρτας, η τράπεζα είχε το δικαίωμα απεριορίστου συμψηφισμού των απαιτήσεών της από τη σύμβαση αυτή προς οποιαδήποτε ανταπαίτηση της απούσας και επειδή αυτή τηρούσε λογαριασμό ταμιευτηρίου ως συνδικαιούχος με τη μητέρα της ……………………………….., στις 14-5-2012 έκλεισε τον λογαριασμό και στις 29-8-2012 προέβη σε συμψηφισμό μέρους του λογαριασμού ταμιευτηρίου, που η αιτούσα τηρούσε στην τράπεζα, ύψους 4.678,97 ευρώ, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της απαίτησης από τη σύμβαση της πιστωτικής κάρτας. Ομοίως για τους ανωτέρω λόγους και κατόπιν εφαρμογής του σχετικού όρου της συμβάσεως του πρώτου στεγαστικού δανείου, όπως προκύπτει από την προσαγόμενη από 1-10-2012 εξώδικη δήλωση συμψηφισμού και καταγγελία σύμβασης που επιδόθηκε στην αιτούσα, η τράπεζα στις 14-5- 2012 έκλεισε το λογαριασμό με υπόλοιπο 73.721,18 ευρώ και στις 29-8-2012 προέβη σε συμψηφισμό του κατά τα ως άνω λογαριασμού ταμιευτηρίου της απούσας, μέρους της απαίτησής της, ύψους 10.866,87 ευρώ, σε μερική εξόφληση της απαίτησης από τη σύμβαση στεγαστικού δανείου, καταγγέλοντας συγχρόνως αυτή, καλώντας την αιτούσα να καταβάλει το υπόλοιπο, όπως είχε διαμορφωθεί μετά το συμψηφισμό. Έτσι, οι οφειλές της απούσας στην καθ’ ης πιστώτριά της, έχουν διαμορφωθεί ως ανωτέρω, απορριπτομένου του ισχυρισμού της ότι το συνολικό ποσό ύψους 15.545,84 ευρώ που συμψηφίστηκε έπρεπε να συνυπολογιστεί στις οφειλές της και να αφαιρεθεί μετά τη ρύθμιση των χρεών της από το ποσό του 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας της που θα καλούνταν να καταβάλει. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η απούσα, έχει πάψει να εξυπηρετεί τα δάνειά της, και έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές της, στην κατάσταση δε αυτή περιήλθε, λόγω του μειωμένου εισοδήματος προερχόμενο από τη σύνταξη που λαμβάνει, το οποίο δεν της επιτρέπει να καλύπτει της ανάγκες της διαβίωσής της και τις δανειακές της υποχρεώσεις ταυτοχρόνως.

Ο ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας πιστώτριας ότι η αιτούσα περιήλθε με δική της υπαιτιότητα σε αδυναμία πληρωμής, διότι γνώριζε όταν έλαβε τα δάνεια κατά το έτος 2008, ότι δύο χρόνια αργότερα πρόκειται να συνταξιοδοτηθεί με μειωμένη σύνταξη, οπότε και δεν θα μπορούσε να καλύψει τις δόσεις τους, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς όπως αποδείχθηκε, τα δύο στεγαστικά δάνεια ελήφθησαν από την αιτούσα από άλλο πιστωτικό ίδρυμα, κατά το έτος 2001 οπότε και προέβη στην αγορά της κύριας κατοικίας της, ενώ το 2008, έγινε η εκταμίευση των δανείων αυτών από την καθ’ ης, προς εξόφληση των δανείων και μεταφορά τους στην τελευταία, όπως προκύπτει από τις καρτέλες καταγγελίας των συμβάσεων που η ειδική διάδοχος της καθ’ ης η αίτηση «………………»προσκομίζει. Άλλωστε, η αιτούσα εξυπηρετούσε τα δάνειά της μέχρις ότου συνταξιοδοτηθεί, υποβάλλοντας δε την αίτηση για συνταξιοδότησή της κατά το έτος 2010, δεν ήταν σε θέση, μολονότι αιτήθηκε την καταβολή μειωμένης σύνταξης, να γνωρίζει ότι θα λάβει ποσό σύνταξης μειωμένο τόσο, ώστε να μην μπορεί να εξυπηρετεί τα δάνειά της, αφού όπως είναι γνωστό και στο Δικαστήριο από τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά το έτος 2011 που έλαβε τη σύνταξή της, είχαν ήδη αρχίσει μεσούσης της οικονομικής κρίσης, οι περικοπές των συντάξεων.

Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι στην αιτούσα, ανήκει το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας, επί ενός διαμερίσματος του τρίτου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού ……………………………. Θεσσαλονίκης, εμβαδού μικτού 86 τ.μ και καθαρού 58,81 τ.μ, αποτελούμενο από δύο δωμάτια, κουζινοτραπεζαρία – καθιστικό και μπάνιο, μαζί με το παρακολούθημα αυτού, ήτοι μία υπόγεια αποθήκη, με αριθμ. 3, εμβαδού 6,45 ι.μ., αντικειμενικής αξίας (του διαμερίσματος μαζί με την αποθήκη) 37.531,77 ευρώ (βλ. φύλλα υπολογισμού, αξίας διαμερίσματος και αποθήκης). Το διαμέρισμα αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία της απούσας, και η αξία της δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή της από την εκποίηση. Για τη διάσωση λοιπόν της κύριας κατοικίας της η αιτούσα πρέπει να καταβάλει μέχρι το 80% της αντικειμενικής αξίας της, κατ’ άρθρ.9 παρ.2 του Ν.3869/2010, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής (παρ.2) αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρ. 17 του Ν.4161/2013 σε συνδυασμό με την παρ.3 του άρθρ. 19 του ίδιου νόμου, δηλαδή ποσό μέχρι αυτό των 30.025,41 ευρώ. Περαιτέρω, περιουσιακό στοιχείο της απούσας, είναι ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, επί ενός οικοπέδου με αριθμ. 9, που βρίσκεται στο Ο.Τ 2 της ………………………, της ……………………………………………………………………………Περιφέρειας ………………, αντικειμενικής αξίας (του ποσοστού αυτού) 5.075,48 ευρώ, και εμπορικής που δεν υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω συντρέχουν στο πρόσωπο της απούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στην ρύθμιση του νόμου 3869/2010 και ειδικότερα των άρθρων 8 παρ.2 και 9 παρ. 1 και 2, καθώς όπως προαναφέρεται, συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρυθμίσεως, όπως προαναφέρθηκε, το εισόδημα της απούσας, προερχόμενο από τη σύνταξή της, ανέρχεται σε 420,49 ευρώ, ενόψει δε αυτού, το προς διάθεση στην πιστώτριά της ποσό, που πρέπει να καταβάλει η απούσα, δεδομένου και του ύψους των χρεών της ανέρχεται στο ποσό των 50 ευρώ, καθώς το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας το γεγονός ότι η ίδια κατά τα αναφερόμενα στην αίτησή της δύναται να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής της με το ποσό των 400 ευρώ και προτείνει στην πιστώτριά της ποσό 20 ευρώ, κρίνει ότι στην παρούσα φάση, η αιτούσα είναι σε θέση να διαθέσει το ποσό αυτό από το εισόδημά της για την ικανοποίηση μέρους των απαιτήσεων της πιστώτριάς της. Η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει με μηνιαίες καταβολές ποσού πενήντα (50) ευρώ απευθείας στην πιστώτριά της ……………………….(κυρίως παρεμβαίνουσα ως ειδική διάδοχος της κατά τα ως άνω αρχικής της πιστώτριάς), επί τριετία (36 ισόποσες δόσεις), που θα αρχίζουν ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, κατ’ αρθ. 8 παρ 2 Ν 3869/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ.2 του Ν.4161/2013), ενώ μολονότι ορίζονται μικρού ύψους καταβολές, το Δικαστήριο δεν θα προβεί κατ’ άρθρο 8 παρ. 5 Ν. 3869/2010 σε επανασυζήτηση της υπόθεσης, καθώς δεν υπάρχει καμία προοπτική βελτίωσης των οικονομικών δεδομένων της απούσας. Το συνολικό ποσό των οφειλών της απούσας στην καθ’ ης πιστώτριά, ανέρχεται στα 106.304,97 ευρώ και μετά το τέλος της τριετίας, θα έχει καταβάλει ποσό 1.800 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο 104.504,97 ευρώ. Η ικανοποίηση των υπολοίπων απαιτήσεων της πιστώτριάς θα γίνει με περαιτέρω καταβολές προς διάσωση της κύριας κατοικίας της αιτούσας, που σύμφωνα με το νόμο μπορεί να ανέλθει μέχρι το 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, δηλαδή μέχρι του ποσού των 30.025,41 ευρώ [το 80% της αντικειμενικής αξίας των 37.531,77 ευρώ). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο τηςαποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ο δε χρόνος εξόφλησής του πρέπει να οριστεί σε 15 χρόνια, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των χρεών της απούσας, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Οι μηνιαίες δόσεις που Θα καταβάλει η αιτούσα στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής ανέρχονται στο παρακάτω μηνιαίο ποσό. Το αντιστοιχούν μηνιαίο ποσό προς κάλυψη του ποσού των 30.025,41 (το 80%) ανέρχεται στο ποσό των 166,80 ευρώ (30.025,41/ 180 μήνες), το οποίο θα καταβάλει η αιτούσα με συνεχείς 180 μηνιαίες καταβολές, (καταβολές 15 ετών). Οι παραπάνω ρυθμίσεις, θα συνδυαστούν, όπως προαναφέρεται, μ’ αυτή του άρθρου 9 παρ. 1 με την εκποίηση του προαναφερομένου ακινήτου της απούσας, καθόσον κρίνεται, ενόψει και της προαναφερόμενης αξίας του, ότι μπορεί να αποφέρει αξιόλογο τίμημα για την εν μέρει ικανοποίηση της πιστώτριάς της (άρθρο 9 παρ. 1 του νόμου). Για το σκοπό αυτό πρέπει να ορισθεί εκκαθαριστής από τον κατάλογο των πραγματογνωμόνων τον προβλεπόμενο στο άρθρο 371 ΚΠολΔ κατά το διατακτικό, και συγκεκριμένα η Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, Ραφτοπούλου Σταυρούλα, οδός Φράγκων, αριθμ. 3, (Α.Μ:5804), η οποία αφού ειδοποιηθεί από τη γραμματεία του Δικαστηρίου με σχετική σημείωση στο αλφαβητικό ευρετήριο του άρθρου 13 του Ν. 3869/2010, θα προβεί στην ελεύθερη εκποίηση κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο, όπως π.χ. αγγελία στο διαδίκτυο, μια προσφορά στην πιστώτρια ή οποιοδήποτε μέσο κρίνει πρόσφορο, με ελάχιστο τίμημα το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο είτε θα καταβληθεί εφάπαξ με την υπογραφή του μεταβιβαστικού συμβολαίου, είτε τούτο θα αποτελέσει προϊόν δανείου από κάποιο πιστωτικό ίδρυμα με διασφαλισμένους όρους, είτε τέλος με την πίστωση του τιμήματος υπό τον όρο της διαλυτικής αίρεσης μεταβίβασης της κυριότητας μέχρι την εξόφληση αυτού (τιμήματος). Επίσης η εν λόγω εκκαθαριστής κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 9 του Πτωχ. Κώδικα πρέπει να επιμεληθεί την εγγραφή της παραπάνω απόφασης στο οικείο Υποθηκοφυλακείο του τόπου του ακινήτου. Στη συνέχεια κατ’ αναλογική εφαρμογή των αναφερομένων παρακάτω διατάξεων του πτωχευτικού κώδικα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3869/2010 και σε περίπτωση ανεύρεσης αγοραστή, ο οποίος θα προσφέρει το παραπάνω τίμημα και θα δύναται να τηρήσει και τους προαναφερόμενους όρους ως προς την καταβολή αυτού θα καταρτίσει το σχετικό συμβόλαιο μεταβίβασης. Στη συνέχεια, αφού επιδώσει στο Δημόσιο είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν την κατάρτιση του παρακάτω αναφερομένου πίνακα διανομής και προβεί στη δημοσίευση στο Δελτίο Δικαστικών δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν του εν λόγω πίνακα διανομής ανακοίνωσης αφ’ ενός περί επίτευξης του σχετικού τιμήματος από την εκποίηση του ακινήτου και αφ’ ετέρου ότι μετά την παρέλευση των παραπάνω προθεσμιών, θα προβεί στην κατάρτιση του πίνακα διανομής (άρθρο 161 Πτωχ. Κώδικα), ο οποίος θα τοιχοκολληθεί στο παρόν Ειρηνοδικείο και ότι εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την εν λόγω τοιχοκόλληση θα έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν ανακοπή κατ’ αυτού τόσο η μετέχουσα στη ρύθμιση πιστώτρια όσο και οι εξαιρούμενοι αυτής αναφερόμενοι στην παρ.2 του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, καθόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι οι εν λόγω πιστωτές (του άρθρου 1 παρ.2) πρέπει να ικανοποιηθούν από το τίμημα της εν λόγω εκποιήσεως, αφού ο νομοθέτης εξαίρεσε αυτούς της ρύθμισης του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 προς όφελος τους, το οποίο (όφελος) πραγματώνεται με την εν λόγω ρύθμιση. Στη συνέχεια θα προβεί στην κατάρτιση του πίνακα διανομής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 154, 155 επ. του Πτωχ. Κώδικα σε συνδυασμό με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του Ν. 3869/2010 και μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών από την τοιχοκόλληση στο Ειρηνοδικείο του πίνακα διανομής θα προβεί στη διανομή του ποσού της εκποίησης εφόσον όμως δεν ασκηθούν ανακοπές κατ’ αυτού. Προκειμένου δε να αντιμετωπισθούν τα πρώτα έξοδα της εκποιήσεως κρίνεται απαραίτητο από το Δικαστήριο, κατά αναλογική εφαρμογή των διατάξεων της παρ 4 του άρθρου 5 του πτωχευτικού κώδικα, η οποία προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 15 του Ν.3869/2010, να υποχρεωθεί η αιτούσα εντός μηνός από τη δημοσίευση της παρούσας, να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό των 100 ευρώ, και να προσκομίσει στη συνέχεια στη γραμματεία του Δικαστηρίου το σχετικό γραμμάτιο, το οποίο θα παραλάβει η εκκαθαριστής μόλις αναλάβει τα καθήκοντά της. Κατόπιν τούτων η κρινόμενη αίτηση και η κύρια παρέμβαση πρέπει να γίνουν δεκτές ως  βάσιμες και κατ’ ουσία και να ρυθμιστούν οι οφειλές της αιτούσας σύμφωνα με το διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της καθ’ ης πιστώτριας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την αίτηση και την προφορικά ασκηθείσα κύρια παρέμβαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την κύρια παρέμβαση.

ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές ποσού πενήντα (50,00) ευρώ προς την πιστώτριά της, επί τριάντα έξι (36) συνεχείς μήνες, οι οποίες θα αρχίζουν ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, ήτοι ένα διαμέρισμα του τρίτου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού ……………….. στ……….Θεσσαλονίκης, εμβαδού μικτού 86 τ.μ και καθαρού 58,81 τ.μ, αποτελούμενο από δύο δωμάτια, κουζινοτραπεζαρία – καθιστικό και μπάνιο, μαζί με το παρακολούθημα αυτού, ήτοι μία υπόγεια αποθήκη, με αριθμ. 3, εμβαδού 6,45 τ.μ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαίως και επί εκατόν ογδόντα (180) συνεχείς μήνες στην πιστώτριά της για τη διάσωση της κατοικίας της, το ποσό των εκατόν εξήντα έξι ευρώ και ογδόντα λεπτών (166,80). Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την 1η ημέρα του πρώτου μήνα τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής,

σύμφωνα με ίο στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την αιτούσα να καταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων το ποσό των 100 ευρώ και να καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ελεύθερη εκποίηση με τον πλέον πρόσφορο τρόπο του περιουσιακού στοιχείου της απούσας που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας με τουλάχιστον το ελάχιστο τίμημα και τους όρους που επίσης αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσας.

ΟΡΙΖΕΙ εκκαθαριστή η οποία θα προβεί στην κατά τα ως άνω εκποίηση, την Δικηγόρο Θεσσαλονίκης Ραφτοπούλου Σταυρούλα, οδός Φράγκων, αριθμ. 3, (Α.Μ:5804).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στη Θεσσαλονίκη στις 2 Οκτωβρίου 2014, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ