single-test-post

ΑΡΙΘΜΟΣ 455/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Ν. Τ. του Σ., κατοίκου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Βαλάση, περί αναιρέσεως της υπ` αριθμ. 42137/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Απριλίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 526/2012.

Αφού άκουσε

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκειμένη αίτηση αναίρεσης και να παύση οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι` αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, απόλυτη ακυρότητα προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν «την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα». Σύμφωνα με την πάγια νομολογία των Εθνικών Δικαστηρίων, ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των ως άνω άρθρων 154 και 156, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ` αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Επί του ως άνω ζητήματος, του αν, δηλαδή, ο κατηγορούμενος, ο οποίος δεν έχει δηλώσει στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο την νέα του διεύθυνση, θεωρείται, σε κάθε περίπτωση, ήτοι και αν ακόμη δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση, ως άγνωστης διαμονής, ή αν πρέπει η Εισαγγελία να τον αναζητήσει και σε άλλες διευθύνσεις, που ενδεχομένως προκύπτουν από δηλώσεις του σε άλλες Αρχές (όπως στην Δ.Ο.Υ., όπου, κατά νόμον – άρθρο 76 παρ. 1 ν. 2238/1994 «Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος», είναι υποχρεωτική η δήλωση κάθε μεταβολής στην κατοικία του φορολογουμένου), καθώς και αν το Δικαστήριο, στο οποίο φέρεται η υπόθεση, έχει υποχρέωση να μη βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως, αλλά να συνεκτιμήσει και άλλα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα) που προσκομίζει ο ενδιαφερόμενος, έχει αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τη νομολογία του οποίου [βλ. υπόθεση Popovitsi κατά Ελλάδας (αριθ. προσφυγής 53451/2007 – απόφαση από 14.1.2010), υπόθεση Elyasin κατά Ελλάδας (αριθ. προσφυγής 46929/2006 – απόφαση από 28.5.2009)], αν η αρμόδια Εισαγγελική Αρχή δεν εξάντλησε τις προσπάθειές της να τον εντοπίσει ή αν το Εφετείο, το οποίο απέρριψε έφεσή του ως εκπρόθεσμη, βασίστηκε μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συνεκτιμήσει τα προσκομιζόμενα ενώπιόν του στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνσή του, παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, τοσούτω μάλλον, καθόσον, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμιά γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος, για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή διευθύνσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 42137/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως ?/6.6.2008 του ήδη αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, εκπροσωπηθέντος στη δίκη από το συνήγορό του, κατά της υπ` αριθ. 51959/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτός, ερήμην, για μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών ΙΚΑ, σε συνολική ποινή φυλακίσεως σαράντα οκτώ (48) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, και χρηματική ενός εκατομμυρίου διακοσίων πενήντα χιλιάδων (1.250.000) δραχμών. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Αρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ότι «ουδέποτε έλαβε γνώση αυτής ως τις 28.5.08 οπότε και συνελήφθη, καθώς αναζητήθηκε στην οδό ?, από όπου είχε μετοικήσει, με αποτέλεσμα η απόφαση που προσβάλλεται να του έχει επιδοθεί ως αγνώστου διαμονής, μολονότι αυτός είχε μόνιμη διαμονή στην οδό .. στην .., η οποία ήταν γνωστή στην Εισ. Πλημ. Αθηνών, καθώς προκύπτει κι από άλλα κλητήρια θεσπίσματα που του επιδόθηκαν το ίδιο διάστημα», δηλαδή είχε προβάλει, με την έφεσή του, ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως ως «άγνωστης διαμονής». Κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, ο εκκαλών – κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, είχε προτείνει, δια του συνηγόρου του, τον ισχυρισμό ότι η επίδοση σ` αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής ήταν άκυρη, γιατί, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως, είχε γνωστή διαμονή (επί της οδού .. αριθ. . στην .), προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του αυτού είχε προσκομίσει αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων των οικονομικών ετών 2001, 2003 και 2007, αντίγραφο αποδείξεως βεβαιώσεως φόρου οικονομικού έτους 2002, κ.λπ., καθώς και την από 30.11.2001 προανακριτική του κατάθεση (επί άλλης υποθέσεως) ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιώς, όπου είχε δηλώσει την ως άνω διεύθυνσή του, η οποία αναγράφεται και στην έκθεση εφέσεως και στην οποία του επιδόθηκε το υπ` αριθ./23.11.2002 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς για να παραστεί στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς στις 4.3.2003. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό του και, στη συνέχεια, έκρινε την έφεση εκπρόθεσμη, με την αιτιολογία ότι: «… προκύπτει ότι η υπ` αριθμ. 51959/2001 ερήμην απόφαση … επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής την 24-6-2004 στην αρμόδια δημοτική υπάλληλο Ε. Λ., που είχε ορίσει ο Δήμαρχος . (ως τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου), την οποία τοιχοκόλλησε αυθημερόν στο δημοσιότερο μέρος του Δήμου …, διότι ο κατηγορούμενος απουσίαζε από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για την Εισαγγελία Αθηνών, που είχε παραγγείλει την επίδοση της, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Βαλάση, άσκησε την από 6-6- 2008 έφεση του, η οποία ενεγράφη στα βιβλία εφέσεων του Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό έκθεσης εφέσεως /2008, στην οποία ο ως άνω πληρεξούσιος δικηγόρος διέλαβε, μεταξύ άλλων, τα εξής : » … «. Ομοίως, η ίδια δήλωση επαναλήφθηκε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου. Προβάλλει συνεπώς ο κατηγορούμενος με την έφεσή του σε συνδυασμό με τους δια πληρεξουσίου ισχυρισμούς του στο ακροατήριο, ακυρότητα της επιδόσεως, ως αγνώστου διαμονής ενόψει του ότι κατά τον χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης ήταν γνωστής τοιαύτης […]. Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος καθότι … ανεξαρτήτως του ότι αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως δεν διατηρούσε πλέον κατοικία επί της οδού … στην …, δεν προέκυψε ότι αυτό ήταν γνωστό στην Εισαγγελία Πλημ/κών Αθηνών. Τούτο διότι ο κατηγορούμενος ουδόλως είχε καταστήσει γνωστή στην ανωτέρω Εισαγγελική Αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως την κατά τα άνω διεύθυνση της κατοικίας του επί της οδού … στην … , ούτε αποδείχθηκε ότι η διεύθυνση αυτή είχε περιέλθει, κατά κάποιο άλλο τρόπο σε γνώση της εισαγγελικής αρχής, που παράγγειλε την επίδοση. Βέβαια ο κατηγορούμενος προκειμένου να αποδείξει ούτε ήταν γνωστής διαμονής επικαλείται και προσκομίζει κατ` αρχήν έγγραφα συναλλαγών του με διάφορες δημόσιες αρχές [Δ.Ο.Υ. κ.λπ.], πλην όμως, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος πού απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για την δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για την επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους. Ομοίως, η από τον εκκαλούντα προσκομιδή του με αρ../23-11- 2002 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά καθώς και της από 30-11- 2001 αίτησής του προς την Πταισματοδίκη Πειραιά δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτός θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, εφόσον, σύμφωνα με όσα επίσης εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αρκεί, προκειμένου να θεωρηθεί γνωστής διαμονής, η κατοικία του να είναι γνωστή σε άλλη Εισαγγελική Αρχή, όπως εν προκειμένω είναι η Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιά, ή σε άλλη Αστυνομική Αρχή. Γνωστής διαμονής θα ήταν ο κατηγορούμενος και η επίδοση θα έπασχε ακυρότητα, μόνον εάν η κατοικία του ήταν γνωστή στην αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της απόφασης, ήτοι στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών. Κατά τον τρόπο αυτό η επίδοση της εκκαλουμένης στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής ήταν έγκυρη, ορθά δε αυτός αναζητήθηκε στην διεύθυνση που αναγραφόταν στη μήνυση, και επομένως από τότε άρχιζε η πιο πάνω προθεσμία άσκησης της έφεσης. Σημειωτέον ότι ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλουμένης έγινε πριν από μια επταετία, δεν μπορεί να υιοθετηθεί η άποψη ότι η Εισαγγελία Αθηνών όφειλε να γνωρίζει τη νέα διεύθυνση κατοικίας του εκκαλούντος από άλλες εισαγγελικές ή δημόσιες αρχές της χώρας, αφού δεν υπήρχε τέτοια εξέλιξη της μηχανογράφησης ούτε on σύνδεση υπηρεσιών. Κατά συνέπεια η κρινόμενη έφεση είναι εκπρόθεσμη, καθόσον ασκήθηκε μετά την τριακονθήμερη προθεσμία από την επίδοση της εκκαλουμένης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 εδ. β` ΚΠΔ. …». Με τους, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η, Δ και Α, πρώτο, δεύτερο, κατά το ένα σκέλος του, και τρίτο λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για υπέρβαση εξουσίας, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα από την παραβίαση του υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος) άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και συγκεκριμένα γιατί το Δικαστήριο, με το να δεχθεί ως έγκυρη την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, ενώ αυτός είχε γνωστή διαμονή, χωρίς να συνεκτιμήσει και τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει, αλλά να βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως και στο ότι αυτός δεν είχε δηλώσει τη διεύθυνσή του στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, και, στη συνέχεια, να απορρίψει την έφεσή του ως εκπρόθεσμη, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του, παραβιάζοντας συγχρόνως και τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως αυτές προδιαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, αφού μεταφέρεται στους ώμους του πολίτη το βάρος να ενημερώνει την (ορισμένη) Εισαγγελία για όποια μεταβολή της κατοικίας του. Το ως άνω, λοιπόν, ζήτημα, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, είναι εξαιρετικής σημασίας και παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον, γι` αυτό πρέπει οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως να παραπεμφθούν στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2β του ν.1756/1988, όπως ισχύει, και το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν.3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις (άρθρο 111 παρ. 1 περ. θ` του Ν.1756/1988), ενόψει της μέχρι τώρα κρατούσας νομολογίας των Ελληνικών Δικαστηρίων και της αντίθετης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Περαιτέρω, ο αναιρεσείων είχε ισχυριστεί, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, ότι στο αποδεικτικό επιδόσεως αναγράφεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση παραδόθηκε στον Δήμαρχο … χωρίς να αναφέρεται το όνομά του, ο οποίος και δεν υπογράφει ούτε βεβαιώνει ότι προέβη στην τοιχοκόλλησή της. Οτι, αντιθέτως, την παραλαβή της αποφάσεως υπογράφει η υπάλληλος του Δήμου Ε. Λ., χωρίς να διευκρινίζεται αν αυτή ήταν η αρμόδια για την παραλαβή των εγγράφων υπάλληλος. Και ότι, έτσι, καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος αν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις του άρθρου 161 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν νόμιμος, γιατί από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του από 24.6.2004 αποδεικτικού επιδόσεως της εκκαλουμένης υπ` αριθ. 51359/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και από τις επ` αυτού σφραγίδες του Δήμου …., τόσο σ` αυτό (αποδεικτικό επιδόσεως), όσο και στη, στη συνέχεια τούτου, καταχωρημένη βεβαίωση περί τοιχοκολλήσεως, στην οποία αναφέρεται η βεβαίωση της υπαλλήλου Ε. Λ., η οποία παρέλαβε με το αποδεικτικό αυτό την απόφαση και είχε ορισθεί προς τούτο, ότι «τοιχοκόλλησε την απόφαση στο δημοσιότερο μέρος της έδρας του πιο πάνω Δήμου…, προκύπτει ότι η ως άνω υπάλληλος είχε εξουσιοδοτηθεί από το Δήμαρχο … να παραλαμβάνει έγγραφα, δεν απαιτείτο δε να αναφέρεται και ποιος ήταν ο Δήμαρχος, κατ` εντολήν του οποίου παρέλαβε το έγγραφο η ανωτέρω υπάλληλος, ενώ η μη διαγραφή του ενός ζεύγματος από το έντυπο μέρος του επιδοτηρίου «παρέδωσα στο Δήμαρχο … ή στον ορισμένο από αυτόν υπάλληλο» οφείλεται σε παραδρομή και δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιδόσεως, αφού είναι γνωστό το πρόσωπο του Δημάρχου, ενώ το πρόσωπο της εξουσιοδοτημένης υπαλλήλου να παραλαμβάνει έγγραφα κατονομάζεται. Το Δικαστήριο, επομένως, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική κρίση του. Παρά ταύτα, τον απέρριψε με πλήρη αιτιολογία, η οποία, έχει ως εξής: «Περαιτέρω, από το προαναφερθέν αποδεικτικό επίδοσης προκύπτει ότι η εκκαλουμένη παραδόθηκε στην ορισμένη από τον Δήμαρχο … υπάλληλο του Δήμου Ε. Λ., αφού η τελευταία υπογράφει κάτω από την ένδειξη «παρέλαβα» ότι της παραδόθηκε η εκκαλουμένη από την αστυφύλακα Ε. Ν. του Α.Τ.. και μάλιστα εκτός από την υπογραφή της έχει θέσει και το ονοματεπώνυμό της με ευδιάκριτη σφραγίδα, ενώ επιπρόσθετα έχει θέσει και τη σχετική σφραγίδα του Δήμου …, χωρίς καμία αμφιβολία περί τούτου να δημιουργείται εκ του γεγονότος ότι το όργανο επίδοσης δεν έχει διαγράψει τη φράση «στο Δήμαρχο …., αφού είναι γνωστό σε όλους ποιος ήταν δήμαρχος …κατά τον χρόνο της επίμαχης επίδοσης, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία περί του προσώπου που παρέλαβε την εκκαλουμένη προκειμένου να την τοιχοκολλήσει. Μάλιστα, στο δεύτερο πεδίο του αποδεικτικού της επίδοσης «ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΙΧΟΚΟΛΛΗΣΗ αναγράφεται κατά λέξη: «ο υπογραφόμενος που παρέλαβε την πιο πάνω απόφαση, βεβαιώνω ότι την τοιχοκόλλησα στο δημοσιότερο μέρος του Δήμου ……… για να αποσταλεί η βεβαίωση αυτή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών που παρήγγειλε την επίδοση της απόφασης. Αθήνα, 24-6-2004″. Ακολουθεί η σφραγίδα του Δήμου και η υπογραφή της υπαλλήλου Ε. Λ. μαζί με σφραγίδα που αποτυπώνει το ονοματεπώνυμό της. Αρα και εκ της περικοπής αυτής είναι σαφές ότι το πρόσωπο που παρέλαβε αντίγραφο της εκκαλουμένης ήταν αρμόδιος δημοτικός υπάλληλος ορισθείς από το Δήμαρχο ……. Συνακόλουθα, ……….».

Επομένως, ο δεύτερος, κατά το άλλο σκέλος του, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη, και ως προς αυτό το σημείο, ειδικής και συγκεκριμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την υπ` αριθ. 43/2 Απριλίου 2012 αίτηση του Ν. Τ. του Σ., για αναίρεση της υπ` αριθ. 42137/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, και μόνον ως προς τους λόγους της περί αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας, ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (κατά το ένα σκέλος του, όπως εκτίθεται στο σκεπτικό) και απόλυτης ακυρότητας λόγω παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, προς επίλυση του νομικού ζητήματος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση, κατά τα λοιπά.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2013.

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 20 Μαρτίου 2013.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ