Πρόσφατα πελάτισσα μου κλήθηκε ως κατηγορούμενη για το «έγκλημα»-όπως ανέφερε το σχετικό κλητήριο θέσπισμα-της καθυστέρησης καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση και κατά παράβαση του άρθρου 25 παρ.1γ του ν.1882/1990. Καθόλου ασύνηθες. Ωστόσο, το χρέος δεν προέρχονταν ούτε από απλήρωτο ΦΠΑ ,ούτε από φόρο εισοδήματος, ούτε από  παρακρατούμενους φόρους .Στην πραγματικότητα δεν αφορούσε «φόρο» αλλά αντίθετα η κατηγορία βασίζονταν στην μη πληρωμή εκχωρηθέντων μισθωμάτων που η πελάτισσα δεν κατάφερε να εξοφλήσει στον πρώην εκμισθωτή της ,ο οποίος αφού κατέσχεσε και οδήγησε στον πλειστηριασμό την ιδιοκτησία της, εκχώρησε στο Δημόσιο (με τη διάταξη του αρ.4παρ7 του ν.2238/1994) οφειλόμενα μισθώματα οκτώ μηνών συνολικού ποσού 42.000€ περίπου .

Προετοιμάζοντας την υπεράσπιση της εντόπισα την ΑΠ 654/2008 η οποία σε παρόμοια περίπτωση θεώρησε ότι ορθή τυγχάνει η εφαρμογή της ποινικής διάταξης του άρθρου 25 και στις περιπτώσεις που το χρέος προέρχεται από εκχώρηση μισθωμάτων ,με το επιχείρημα ότι  μετά την εκχώρηση της απαίτησης ,αυτή  παύει να είναι ιδιωτικού δικαίου και το Δημόσιο ,ως δικαιούχος, νόμιμα προβαίνει στη σχετική ποινική δίωξη για την καταβολή των οφειλομένων.

Ωστόσο, αυτή η θέση προσωπικά δε με βρίσκει σύμφωνη .Και τούτο διότι:Η οφειλή στο Δημόσιο από την εκχώρηση των μισθωμάτων δεν προσιδιάζει, αντίθετα διαφέρει ουσιωδώς από τα συνήθη χρέη ,η πληρωμή των οποίων πληροί την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25.Δεν είναι «φόρος» και δεν παράγεται από την σχέση του πολίτη με το Κράτος ,βασίζεται αντίθετα σε μια ιδιωτική διαφορά μισθωτή-εκμισθωτή. Βεβαίως , προβλέπεται η δυνατότητα εκχώρησης μισθωμάτων και βεβαίως από της εκχωρήσεως το εκχωρηθέν ποσό καθίσταται δημόσιο έσοδο ,πλην όμως αυτό επαρκεί για να αποδεχθούμε ότι στοιχειοθετείται κατά την αντικειμενική του υπόσταση  το  συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα; Κατά την άποψη μου όχι. Και αυτό γιατί άλλο θέμα είναι η εκχώρηση και οι συνέπειες της ,όσον αφορά τις εισπρακτικές δυνατότητες του Δημοσίου ως προς τις οποίες υπάρχει κατά τον ΚΕΔΕ πλήρης εξομοίωση με τους λοιπούς φόρους (στοιχείο που ενέχει μιας μορφής  λογική διότι το κράτος ζημιώνει από την μη φορολόγηση των εκχωρηθέντων μισθωμάτων)  , και άλλο ζήτημα είναι ο ποινικός κολασμός κατ’ άρθρο 25 του ν. 1882/1990,ο οποίος σαφώς θεσπίστηκε για να τιμωρεί τους ουσιαστικά φορολογικούς παραβάτες και όχι όσους δεν κατάφεραν να  καταβάλουν τα μισθώματα του καταστήματος ή της κατοικίας που εκμίσθωναν. Άλλωστε, τα  αποτελέσματα  της ίδιας της εκχώρησης συνηγορούν υπέρ αυτού: Δια της εκχωρήσεως ο αποκτών υπεισέρχεται στα δικαιώματα  του αρχικού δανειστή. Έχει ο εκμισθωτής δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως κατά του μισθωτή; Όχι. Γιατί να έχει, τότε, το Δημόσιο από αυτήν την αιτία;

Πιστεύω ότι ο ποινικός κολασμός είναι –και πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν να είναι -ένα ζήτημα τεράστιας σημασίας  ,στενά συνυφασμένο με το θεσμό της Δικαιοσύνης, και συνεπώς θα  έπρεπε να χρησιμοποιείται  με φειδώ ως υποστηρικτικό εργαλείο της φοροεισπρακτικής ανάγκης του κράτους ,η οποία όσο αληθής  κι αν είναι , δεν νομιμοποιεί  τον παραλογισμό .

Η υπόθεση ,λόγω Α.Π., οδηγήθηκε σε καταδίκη. Ωστόσο, ο  κ.Εισαγγελέας της έδρας σε μια εξαιρετική εξ αρχής τοποθέτηση διαφοροποιήθηκε από τη λογική του Α.Π. υποστηρίζοντας θερμά την άποψη  ότι στην περίπτωση  χρέους λόγω εκχώρησης μισθωμάτων δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 25 του 1882/1990 και  πως επιτέλους θα πρέπει να παρθούν  ορισμένες γενναίες αποφάσεις. Κάτι τέτοια γίνονται και ελπίζω ακόμα…

Μαρούσα Πρωτοπαπαδάκη –Δικηγόρος